Ήταν Μάιος του 1905 όταν ερχόταν στον κόσμο ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους στο χώρο της ελληνικής μουσικής. Ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Πατριάρχης του ρεμπέτικου όπως τον αποκαλούσαν.
Ο Μάρκος ήταν αυτό που λέμε μάγκας. Όχι μάγκας του φαίνεσθαι αλλά μάγκας του «είναι».
Μάρκος: Απ`το 50 κι ύστερα τα πράγματα δυσκόλεψαν πάλι λογοκρισία χειρότερη από πριν τα μαγαζιά αλλάξαν γίναν πιο κυριλέ πάνω στο κέφι σπάγανε και μπαλόνια στο κέντρο στην ορχήστρα με έκρυβαν στην τρίτη σειρά γιατί δεν φόραγα γραβάτα και πουκάμισο αλλά μια χοντρή φανέλα κι απ`την άλλη αυτή η γαμιόλα η αρθρίτιδα που μου έκανε τα κόκαλα σμπαράλια. Παρ`όλα αυτά είμαι περήφανος εγώ έχω αξιοπρέπεια.
Μέσα από τα λόγια του καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος της ψυχής αυτού του ανθρώπου. Φαινομενικά τραχύς αλλά μέσα του επικρατούσε μια νοσταλγία να εξομολογηθεί ως και στην ίδια του την ψυχή. Κάθε του τραγούδι μια μικρή δέηση στο άγνωστο, στο γνωστό, στο αναπάντεχο, στο τυχαίο, στην χαρά, στον πόνο, στον έρωτα, στο Θεό.
Ποιος δεν άκουσε τα «Ματόκλαδα σου Λάμπουν» και δεν είδε τα μάτια της αγαπημένης του σαν δύο αστέρια στον νυχτερινό ουρανό, ποιος άκουσε «Μια φούντωση μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά» και δεν χαμήλωσε ταπεινά τα μάτια του μπρος στο μεγαλείο του Έρωτα.
Όποιος έχει πάει Σύρο σίγουρα θα έχει νιώσει αυτή την ατμόσφαιρα, όπως την ένιωσα κι εγώ τον Ιούλιο του 2013 όταν πρωτοεπισκέφτηκα έναν προσωπικό μου φίλο που σπούδαζε στο νησί.
Ο Μάρκος ήταν κάτι παραπάνω από καλλιτέχνης. Ήταν συνδετικός κρίκος της μουσικής με το Θεό της Τέχνης, της δημιουργίας.
Όμως ο Μάρκος έσβησε στις 8 Φεβρουαρίου 1972, το έργο του το συνέχισαν οι γιου του, ειδικά ο Στέλιος Βαμβακάρης που έμοιαζε σε πολλά με τον πατέρα του αλλά πλέον ενορχηστρώνουν μαζί τις μελωδίες τους στον Παράδεισο.
Πριν λίγες μέρες είχα την τύχη να γνωρίσω έναν άνθρωπο ο οποίος έδωσε σάρκα και οστά στο μεγαλείο αυτού του ανθρώπου.
Ο Χρήστος Πουλάκης είναι μεταφραστής. Από μικρός όπως λέει και ο ίδιος θυμάται τον εαυτό του να ταξιδεύει. Επίσης ασχολείται με τη μουσική καθώς και την κατασκευή οργάνων.
Άνθρωπος προσγειωμένος με αγάπη για την τέχνη. Γνωριστήκαμε κάπως ανορθόδοξα αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως βρήκα έναν άνθρωπο με το ίδιο πάθος για την τέχνη.
Ο Χρήστος μετέφρασε τη βιογραφία του Μάρκου στα Γαλλικά, σε μια αυτοέκδοση. Δυστυχώς όπως πολλές φορές συμβαίνει στην χώρα μας συνάντησε εμπόδια όμως αυτό δεν το εμπόδισε να πραγματοποιήσει το όνειρο του.
Αρκετά ευγενικός και γεμάτος χαρά να μου μιλήσει και αν μου εξηγήσει με προθυμία ή και να μου λύσει τις απορίες που είχα δέχτηκε με χαρά να μου παραχωρήσει την παρούσα συνέντευξη.
Αλλά ας μην λέω πολλά λόγια πάμε να δούμε τι μου εκμυστηρεύτηκε για λογαριασμό του Lay-Out.gr!
- Καλησπέρα, Χρήστο, και καλώς όρισες στη σελίδα του Lay-Out.gr. Είμαι πολύ χαρούμενος που θα σε έχω κοντά μου για την παρούσα συνέντευξη, και να μην ξεχάσω φυσικά να σε ευχαριστήσω για αυτή. Η πρώτη μου ερώτηση είναι πολύ απλή, δεν θα σε βάλω στα δύσκολα από τώρα. Ασχολείσαι με τη μετάφραση και πρόσφατα μετέφρασες την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη στα Γαλλικά. Τι είναι αυτό που σε κέντρισε στον Μάρκο και τι πιστεύεις τον έκανε να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους της εποχής του;
Παναγιώτη, αρχικά σε ευχαριστώ κι εγώ για τη φιλοξενία, να είσαι καλά.
Ο Γιώργης Χριστοφιλάκης, θεατρικός συγγραφέας ο οποίος γνώρισε τον Μάρκο, στο βιβλίο του «Μύθος ρεμπέτικος – Μάρκος Βαμβακάρης» αναφέρει ότι ο Μάρκος «είχε το πεντάπτυχον, δώρον εκ Θεού και Ψυχής: έγραφε τα τραγούδια, τους έβανε μουσική, τα ‘παιζε στο όργανο, τα τραγούδαγε και τα χόρευε…» Εφόσον λοιπόν ο Μάρκος πράγματι τα έκανε όλα αυτά, ήταν φυσικό και επόμενο να καταφέρει να ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους. Ο Μάρκος είχε έναν χαρακτηριστικό τρόπο παιξίματος, ένα δικό του ύφος. Στον τελικό ήχο που παρήγαγε με το μπουζούκι του θα προσθέσω και τη φωνή του, η οποία ταίριαζε απόλυτα με το ηχόχρωμα αυτού του οργάνου. Σε αυτό το τελευταίο συμπεριλαμβάνω και τα πολλά και διαφορετικά κουρδίσματα που χρησιμοποιούσε και που στις μέρες μας δεν ακούγονται ιδιαίτερα. Όλα αυτά «έδεναν» μαζί.
Νομίζω ότι αυτά είναι τα στοιχεία που με κέντρισαν στον Μάρκο, όπως βέβαια και η περιπετειώδης ζωή του, έτσι όπως μας την αφηγείται ο ίδιος μέσα από την αυτοβιογραφία του.
- Γιατί Βαμβακάρης; Πώς θα τον χαρακτήριζες σαν άνθρωπο από όσα διάβασες;
Η πρώτη ερώτηση που μου θέτεις είναι αυτή του ενός εκατομμυρίου που λένε… Η απλή απάντηση είναι γιατί ήθελα να συνδυάσω δύο πάθη μου: τα Γαλλικά και τον Μάρκο. Με άλλα λόγια, ήθελα να συνδυάσω τη δουλειά μου ως μεταφραστής και την αγάπη μου για το μπουζούκι και το ρεμπέτικο. Η μακροσκελής απάντηση βέβαια είναι… γιατί όχι Βαμβακάρης; Και την ιστορία του Μάρκου την έχω διαβάσει τόσες φορές, και μπουζούκι παίζω 16 χρόνια τώρα, και τον Στέλιο ήθελα πολύ να γνωρίσω, και να συστήσω τον Μάρκο και το ρεμπέτικο εκτός Ελλάδας σκέφτηκα, και τόσα κι άλλα τόσα και…
Όσον αφορά τη δεύτερη ερώτηση, ο Μάρκος λέει για τον ίδιο του τον εαυτό στο τραγούδι «Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο»: «Μάρκος τσαχπίνης, σεβνταλής, ντερβίσης, ντερμπεντέρης, όπου στον κόσμο στο ντουνιά άλλο δεν έχει ταίρι». Εγώ, διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του, διάφορα βιβλία που αναφέρονται σε εκείνον, αλλά και ακούγοντας τα τραγούδια του (γιατί πολλά μπορεί να μάθει κανείς για εκείνον μέσα από αυτά), θα τον χαρακτήριζα ως πηγαίο, ειλικρινή, μάγκα, ταλαιπωρημένο, αλλά και αντιφατικό – όπως όλοι μας. Με λίγα λόγια, αληθινό άνθρωπο.
- Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας ορισμένες άγνωστες πτυχές του Μάρκου που δεν ξέραμε;
Εξ όσων έχω διαβάσει, δει και ακούσει, έχω καταλάβει ότι ο Μάρκος, παρότι ολιγόλογος, ήταν αυτό που λέμε «ανοιχτό βιβλίο». Μέσα από την αυτοβιογραφία του σκιαγραφεί ο ίδιος την προσωπικότητα του ήδη απ’ όταν ήταν παιδί στη Σύρο και μας παρουσιάζει τη ζωή και τα πάθη του σαν ένα είδος εξομολόγησης – ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως ήταν πολύ θρήσκος.
Πολλές άγνωστες πτυχές της ζωής του, οι οποίες δεν αναφέρονται στην αυτοβιογραφία του, μπορεί πάντως κανείς να βρει στο δίτομο βιβλίο του Δημήτρη Βαρθαλίτη «ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ: Από το μύθο στην Ιστορία, 1600-2017» το οποίο μεταφράζω τώρα στα Αγγλικά και θα κυκλοφορήσει πολύ σύντομα και αυτό στην αγορά.
- Η μετάφραση της αυτοβιογραφίας που έκανες είναι στα Γαλλικά. Γενικώς πιστεύω πως ένας μεταφραστής είναι η αλυσίδα που ενώνει τους λαούς. Γιατί στα Γαλλικά η μετάφραση;
Έτυχε μέχρι τα 18 μου να μεγαλώσω στο εξωτερικό: γεννήθηκα στην Ελλάδα, ωστόσο φύγαμε οικογενειακώς αμέσως μετά τη γέννησή μου για τη Βενεζουέλα, μετά για Μαρόκο, στη συνέχεια επιστρέψαμε για λίγο στην Ελλάδα και τέλος μετακομίσαμε στο Βέλγιο. Στην Ελλάδα βρίσκομαι μόνιμα από το καλοκαίρι του 2005.
Όταν ήμασταν λοιπόν μικροί στη Βενεζουέλα και ήρθε η ώρα να πάμε σχολείο, οι γονείς μου αποφάσισαν να εγγράψουν τον αδερφό μου κι εμένα σε γαλλικό σχολείο μιας κι εκεί δεν υπήρχε ελληνικό. Οπότε, μιας και γνωρίζω καλά Γαλλικά, σκέφτηκα το όλο θέμα πιο σοβαρά και αποφάσισα να κάνω τη μετάφραση στα Γαλλικά.
- Άρα: γέννηση στην Ελλάδα, μετά Βενεζουέλα, Μαρόκο, Ελλάδα, Βέλγιο και πάλι Ελλάδα. Θες να μας πει τι είναι όλα αυτά; Πάλι καλά που σε βρήκαμε δηλαδή! (γέλια)
Ο πατέρας μου έτυχε απλά να δουλεύει στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, εξ ου και οι μετακινήσεις μας ανά τον κόσμο.
- Ποιες διαφορές στη νοοτροπία συνάντησες σε αυτές τις χώρες και πόσο σε βοήθησαν στη μετέπειτα σταδιοδρομία σου στον τομέα της μετάφρασης;
Οι εναλλαγές των γλωσσών, των τοπίων, των πολιτισμών και κυρίως των ανθρώπων ήταν πολλές, άρα αναπόφευκτα υπήρξαν και διαφορές στη νοοτροπία και στην κουλτούρα σε όλες αυτές τις χώρες. Με βοήθησαν πολύ υπό την έννοια ότι έμαθα και αφομοίωσα στοιχεία του κάθε λαού και της κάθε γλώσσας από τις χώρες στις οποίες έτυχε να μείνω, πράγμα το οποίο νομίζω πως αποτυπώνεται και στη δουλειά μου ως μεταφραστής. Η γνώση και η πίστη στις δυνατότητές μου όσον αφορά την καλή χρήση των δύο γλωσσών (Ελληνικά/Γαλλικά) ήταν πάντως αυτό που με ώθησε στο να προχωρήσω στην ογκώδη μετάφραση της αυτοβιογραφίας.
- Ήξερες και τον γιο του Μάρκου, τον Στέλιο Βαμβακάρη. Τον γνώριζες προσωπικά, και αν ναι, τι θυμάσαι από εκείνον; Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές είχε με τον πατέρα του;
Ναι, τον γνώρισα τον Στέλιο, αν και δυστυχώς για πολύ λίγο… Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε στο σπίτι του, αρχές Φεβρουαρίου του 2019, ήταν αρκετά κουρασμένος από τη σειρά συναυλιών «Βαμβακάρης κατά Ξαρχάκο» στην οποία εμφανιζόταν εκείνο τον καιρό με τον Σταύρο Ξαρχάκο στον πολυχώρο «Gazarte» και που ήταν αφιερωμένες στον Μάρκο. Γνωριστήκαμε και είπαμε εν τάχει τα διαδικαστικά για το βιβλίο. Θυμάμαι πάντως -και θα θυμάμαι για πάντα- το χαμόγελό του όταν του είπα ότι παίζω κι εγώ μπουζούκι. Το πρόσωπό του φωτίστηκε ολόκληρο, χάρηκε πάρα πολύ και χαμογέλασε πλατιά… Το άλλο γλυκόπικρο που κρατάω από τον Στέλιο είναι ότι πέθανε την Κυριακή 16 Ιουνίου 2019, απ’ ότι έμαθα, παρότι ο θάνατός του ανακοινώθηκε την επόμενη μέρα. Την ίδια εκείνη Κυριακή εγώ τέλειωσα το στήσιμο του βιβλίου. Σκέφτηκα αμέσως να του τηλεφωνήσω για να του μεταφέρω τα ευχάριστα νέα, όμως επειδή ήταν μεσημέρι σκέφτηκα ότι μπορεί να έτρωγε ή να κοιμόταν και δεν το έκανα. Είπα να τον πάρω την επόμενη, αλλά δυστυχώς με πρόλαβε η δυσάρεστη είδηση…
Σε ό,τι αφορά τις ομοιότητες και τις διαφορές που είχε με τον πατέρα του, θα σου πω μια φράση που μου είπε ο Στέλιος όταν βρεθήκαμε: «Ο Μάρκος έβαλε το μπουζούκι στις ζωές των Ελλήνων κι ο Στέλιος το έβαλε στα μπλουζ.» Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά πέφτει – ευτυχώς.
- Άρα δεν πρόλαβες να του δείξεις την βιογραφία του Μάρκου μιας και ο ίδιος πήγε να τον συναντήσει στους ουρανούς… Αν σου δινόταν η ευκαιρία τι θα του έλεγες;
Ξέρω ότι ανυπομονούσε να δει έτοιμο το βιβλίο και εξυπακούεται ότι το αφιερώνω στη μνήμη του. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι ακριβώς θα του έλεγα αν μου δινόταν η ευκαιρία… Ίσως θα του έλεγα το τι χρειάστηκε για να μεταφραστεί όπως έπρεπε να μεταφραστεί και να εκδοθεί αυτό το βιβλίο. Πέρα από το προφανές, δηλαδή το να κατέχει κανείς καλά τη γλώσσα-στόχο, πράγμα που από μόνο του δεν είναι αρκετό γιατί μπορεί εύκολα να υποπέσει σε λάθη τα οποία θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν γνώριζε καλά το θέμα και είχε εμπειρία –όχι αναγκαστικά μεταφραστική– πάνω σε αυτό, θα του έλεγα ότι έκανα όση επιτόπια έρευνα είχα τη δυνατότητα να κάνω στα μέρη όπου περπάτησε ο Μάρκος. Αν π.χ. κάποιο βράδυ –παρότι συνηθίζω να δουλεύω μέσα στην ημέρα, το βιβλίο του Μάρκου το μετέφραζα συνήθως βραδινές ώρες– με δυσκόλευε λίγο το κείμενο και δεν είχα πολύ όρεξη να μεταφράσω, έπαιρνα το αυτοκίνητο, κατέβαινα μόνος μου στον Πειραιά και έκανα όλη τη γύρα της περιοχής περνώντας από τα μέρη που ανέφερε ο Μάρκος στις σελίδες της αυτοβιογραφίας του, δηλαδή απ’ την Ανάσταση, τον Άγιο Διονύση, τη Δραπετσώνα, το Κερατσίνι, κ.λπ. Έπαιρνα τον αέρα μου, καθάριζε το μυαλό μου και μετά επέστρεφα σπίτι. Και στη Σύρο πήγα. Θέλω να πιστεύω ότι θα του είχε αρέσει ο τρόπος προσέγγισης μου, μιας και ξέρω ότι το ίδιο έκανε πάνω κάτω κι εκείνος όταν ήθελε να βρει έμπνευση για να γράψει τους στίχους του, τα «ποιήματα» του όπως έλεγε…
Νομίζω θα του έλεγα όλα αυτά που ανέφερα για να καταλάβει ότι για μένα όλα αυτή δεν ήταν απλώς μια μετάφραση σαν τις υπόλοιπες, αλλά κάτι το οποίο το έκανα επειδή το ήθελα. Κατά τ’ άλλα, νομίζω ότι αν είχε περισσότερο χρόνο θα είχαμε απλά καταλήξει να… παίζουμε παρέα μπουζούκι! (γέλια)
- Το βιβλίο μπορεί να το βρει κάποιος στην Amazon. Βρήκες την στήριξη που χρειάστηκες στην Ελλάδα ή έχεις κάποιο παράπονο;
Δεδομένου ότι αποφάσισα να το κάνω σχεδόν αποκλειστικά μόνος μου, χωρίς δηλαδή την εμπλοκή κάποιου εκδοτικού οίκου, και δεδομένου ότι έχω αφιερώσει προσωπικό χρόνο και πόρους, θεωρώ πως έχει πάει καλά. Τη μεγάλη στήριξη τη βρήκα πάντως στο πρόσωπο του Παναγιώτη Κουνάδη, ερευνητή και μελετητή της ελληνικής μουσικής, ο οποίος και εκείνος γνώρισε τον Μάρκο. Ο Κουνάδης με έφερε σε επαφή με τον Στέλιο και από εκεί κι έπειτα όλα πήραν το δρόμο τους. Επίσης, μετά την έκδοση του βιβλίου γνώρισα και συναντήθηκα και με άλλα πρόσωπα που είχαν ή έχουν μια κάποια σχέση με τον Μάρκο, το ελληνικό τραγούδι ή τον πολιτισμό γενικότερα. Όλοι πάντως είχαν καλά λόγια να μου πουν για το εγχείρημά μου και τους ευχαριστώ γι’ αυτό.
Ίσως το μόνο παράπονο που έχω –μάλλον περισσότερο πικρία θα έλεγα– είναι ότι όταν πήγα στα βιβλιοπωλεία του Πειραιά για να το προωθήσω, κανένα από αυτά, είτε μικρό είτε πιο μεγάλο, δεν ενδιαφέρθηκε να το βάλει στα ράφια του. Δεν θα πω εγώ βέβαια σε κανέναν πώς να «τρέξει» την επιχείρησή του, καταλαβαίνω άλλωστε πως το βιβλίο είναι ξενόγλωσσο και ίσως να μην πουλήσει τόσο στον Πειραιά. Δεν είναι όμως κρίμα να μην διατίθεται η ιστορία ενός ανθρώπου που έχει ταυτιστεί με τον Πειραιά στην περιοχή την οποία και ο ίδιος ανέδειξε με τον τρόπο του;
- Εκτός από τις μεταφράσεις με τι άλλο ασχολείσαι;
Όπως είπα προηγουμένως, έχω ασχοληθεί με τη μουσική μαθαίνοντας μπουζούκι και έχω παίξει ρεμπέτικα σε διάφορα σχήματα, ενώ πλέον παραδίδω και μαθήματα. Επίσης, έχω ασχοληθεί λίγο και με την οργανοποιία – για καλή μου τύχη ένα από τα αδέρφια του πατέρα μου, ο Πέτρος, φτιάχνει μουσικά όργανα και έτσι πήγα κάποια στιγμή κοντά του να μάθω κι εγώ. Ωραία και συνάμα δύσκολη δουλειά.
- Χρήστο να σε ευχαριστήσω πολύ μέσα από τη καρδιά μου για την ευγένεια σου να αποδεχτείς την πρόταση μου. Ελπίζω η φιλοξενία σου στη σελίδα μας να σου άφησε θετικές εντυπώσεις. Κλείνοντας αυτή τη συνέντευξη, ποιο θα ήθελες να είναι το μήνυμα σου στον κόσμο που θα μας διαβάσει;
Σε ευχαριστώ ξανά κι εγώ, Παναγιώτη.
Παραφράζοντας λίγο τα λόγια του Μάρκου, ο οποίος σε κάποιο σημείο στην αυτοβιογραφία του μιλάει για τα τραγούδια του, θα πω ότι η ζωή του πρέπει να διαβάζεται, δεν πρέπει να χάνεται, πρέπει να υπάρχει, να τη θυμούνται – και θα προσθέσω ότι αυτό πρέπει να γίνεται σε όποια γλώσσα κι αν αυτή είναι γραμμένη.
Το βιβλίο «Markos Vamvakaris : le patriarche du rébétiko – Autobiographie» (ISBN: 978-618-00-1433-4) είναι διαθέσιμο στα ελληνικά βιβλιοπωλεία καθώς και στις ιστοσελίδες της Amazon στο διαδίκτυο.