Από τον «Καλό, τον Κακό και τον ‘Ασχημο» μέχρι το «Σινεμά ο Παράδεισος» και το «Κάποτε στην Αμερική»
Ο μουσικός μάγος της εικόνας, ο συνθέτης που μετάφρασε ιδανικά σε νότες τις ατελείωτες σιωπές των πρωταγωνιστών των ιταλικών γουέστερν και αποτύπωσε μελωδικά τα πιο δυνατά, τα πιο έντονα συναισθήματα, εκείνος που «γέννησε» ορισμένα από πιο εμβληματικά και πιο δημοφιλή σάουντρακ του παγκόσμιου κινηματογράφου, ο μεγάλος Maestrο…Αυτός ήταν ο Ένιο Μορικόνε ο σπουδαίος μουσικός, συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας που έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 92 ετών, έχοντας αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιστορία του σινεμά αλλά και της κλασικής και της σύγχρονης μουσικής.
Γιατί τί θα ήταν «Ο καλός, ο καλός και ο άσχημος» χωρίς τις συναρπαστικές, επί της ουσίας, μουσικές παρεμβάσεις του, χωρίς το πασίγνωστο μουσικό θέμα που μιμείται αριστοτεχνικά η κραυγή ενός κογιότ κι ενώ εξελίσσεται μέσα από μόλις τρεις νότες καταφέρνει να πει περισσότερα απ’ όλους συνολικά τους διαλόγους των πρωταγωνιστών της ταινίας; Πώς θα μπορούσε να αποδοθεί ιδανικότερα η θρυλική «Μονομαχία στο Έλ Πάσο» χωρίς τον εμπνευσμένο συνδυασμό του κλασικού ήχου του βιολιού, της εξεγερμένης ηλεκτρικής κιθάρας και των χορωδιακών γυναικείων φωνητικών που παρέπεμπαν σε αρχαία τραγωδία; Πώς θα λατρεύαμε το «Σινεμά ο Παράδεισος» αν δεν ήταν «κεντημένο» με τις πλημμυρισμένες από εικόνες και συναισθήματα μελωδίες του; Πώς θα ταξιδεύαμε «Κάποτε στην Αμερική» δίχως τον ήχο του μαγικού του φλάουτου;
Κι αν έπρεπε να επιλέξουμε μία μόνον από τις πολυάριθμες καλλιτεχνικές αρετές του ως εκείνη στην οποία οφείλεται η μοναδικότητα του, αυτή είναι, αναμφισβήτητα, η μουσική του ποικιλία. Βλέπετε ο Μορικόνε απέφευγε τη μανιέρα όπως ο διάολος το λιβάνι, κι ενώ είχε αναπτύξει συγκεκριμένες τεχνικές για παρεμφερείς μουσικές ενότητες, κατάφερε να ισορροπήσει, κατά την διάρκεια της μακροχρόνια καριέρας του ανάμεσα σε πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής. Δεν απαρνήθηκε ποτέ την μεγάλη του αγάπη για την κλασική μουσική για χάρη των σάουντρακ μέσα από τα οποία έγινε διάσημος σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν φοβήθηκε να παντρέψει τα κλασικά με τα σύγχρονα μουσικά στοιχεία ούτε να πειραματιστεί με φυσικούς ήχους, τις καμπάνες, τις κραυγές ανθρώπων και ζώων, τα σφυρίγματα…Κι ήταν αυτή η καλλιτεχνική τόλμη που τον έβαλε, δικαιωματικά, στο πάνθεο των σημαντικότερων συνθετών των τελευταίων δύο αιώνων.
Το μόνο είδος μουσικής που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα ήταν η ποπ. «Δεν ξέρω τα ονόματα των ποπ καλλιτεχνών» δήλωνε ευθαρσώς εκφράζοντας, χωρίς περιστροφές, την άποψη πως «η ποπ είναι φτιαγμένη για να ικανοποιεί ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό.
Ένας κατεξοχήν κλασικός συνθέτης
«Παρότι γνωρίζω ότι υπάρχει τεράστιο χάσμα ανάμεσα στο κοινό που πάει σε κοσνέρτα και σε εκείνο που πηγαίνει σινεμά οι κλασικές αναφορές στα θέματα που γράφω για ταινίες είναι ένας τρόπος να φέρνω κοντά αυτούς τους δύο διαφορετικούς κόσμους» είχε εξηγήσει ο ίδιος.
Ουδέποτε άλλωστε έκρυψε τις κλασικές μουσικές καταβολές του και την λατρεία του για τους μεγάλους κλασικούς συνθέτες, τον Μπαχ, τον Μοντεβέρντι, τον Στραβίνσκι. Κι ήταν η βαθιά επιθυμία του να αποδοθούν οι συνθέσεις του με τον τρόπο, το βάθος και το συναίσθημα που εκείνος ήθελε που τον ώθησε στο πόντιουμ. «Δεν είναι πραγματικός μαέστρος. Δεν διευθύνω έργα άλλων δημιουργών» είχε εξομολογηθεί με ειλικρίνεια.
«Σινεμά ο Παράδειος»
Αν η κλασική μουσική ήταν η μία μεγάλη του αγάπη, ο μαγικός κόσμος του κινηματογράφου κατάφερε να «κλέψει» ένα μεγάλο μέρος του χρόνου, της δημιουργίας και του ταλέντου του. Η εκτόξευσή του μέσα από τα εμβληματικά σάουντρακ που έγραψε τα κλασικά Ιταλικά γουέστερν του παιδικού φίλου Σέρτζιο Λεόνε θα τον συνόδευσε σε ολόκληρη τη ζωή του, γεγονός συχνά, όπως δήλωσε, τον ενοχλούσε. Παρόλα αυτά παραδεχόταν πως ήταν αυτά τα γουέστερν που του άνοιξαν το δρόμο για την ενασχόληση με την κινηματογραφική μουσική ένα είδος στο οποίο επίσης διέπρεψε γράφοντας μοναδικά σάουντρακ για πολλές ταινίες του Χόλιγουντ όπως οι «Σινεμά ο Παράδεισος», «Κάποτε στην Αμερική», «Μαλένα», «Οι Αδιάφθοροι», «Days of Heaven», «The Mission», «Kill Bill», «Django ο Τιμωρός» κ.α.
Παρόλα αυτά αντιστάθηκε σθεναρά στις γοητευτικές σειρήνες του Χόλιγουντ και παρέμεινε πιστός, μέχρι το τέλος, στην αγαπημένη του πατρίδα, την Ιταλία: «Είχα προσφορά για δωρεάν βίλα στο Χόλιγουντ, αλλά είπα «όχι ευχαριστώ», προτιμώ να μένω στην Ιταλία» είχε αποκαλύψει ο ίδιος σε συνέντευξή του.
Ο Ένιο Μορικόνε, το 2016, με το Όσκαρ που άργησε 50 χρόνια
Το Όσκαρ που άργησε να έρθει
Παρότι υπήρξε πολυγραφότατος, σε περισσότερα από 500 έργα συνολικά και περί τα 60 σάουντρακ, πολλά από τα οποία ταυτίστηκαν με πολυβραβευμένες ταινίες, ο Ένιο Μορικόνε χρειάστηκε να περιμένει 50 ολόκληρα χρόνια για να κρατήσει για πρώτη φορά στα χέρια του το πολύτιμο χρυσό αγαλματίδιο του θείου Όσκαρ. Ήταν από εκείνες τις αστοχίες της Ακαδημίας η οποία έγινε προσπάθεια επανορθωθεί με το Όσκαρ που του απένειμε το 2006 για το σύνολο της καριέρας του. Η πλήρης δικαίωσή του, ωστόσο, θα έρθει μια δεκαετία αργότερα, το 2016 με την κατάκτηση του Όσκαρ για την μουσική του στην ταινία του Ταραντίνο «Οι Μισητοί Οκτώ». Επιτέλους, ο Ένιο Μορικόνε μπορούσε πλέον να νιώθει, στα 87 του, πως τα είχε γευτεί όλα…
Πηγή: protothema.gr