Η καταδικασμένη για μαστροπεία κόρη του μεγαλοεκδότη, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα της, βρήκε στο πρόσωπο του χρηματιστή ένα άλλο, εξίσου αδίστακτο τέρας, για να πάρει τη θέση του
Αλλά η αλήθεια είναι ότι η ζωή της καταστράφηκε πολύ πριν γνωρίσει τον χρηματιστή Έπσταϊν, με τη διαστροφή του για σεξ με ανήλικα κορίτσια – που η Γκισλέιν έκανε δουλειά της να ικανοποιήσει.
Η ιστορία της είναι ένα σκοτεινό παραμύθι του 21ου αιώνα, με την πριγκίπισσα να ξεκινά από ένα παλάτι και να καταλήγει σε ένα μπουντρούμι. Και ενώ στα παραδοσιακά παραμύθια υπάρχει μόνο ένα τέρας, σε αυτό η ανατροπή είναι ότι ήταν δύο τα τέρατα -που και τα δύο τα αγαπούσε απελπισμένα.
Η δυσλειτουργική οικογένεια Μάξγουελ και ο πατέρας-αφέντης
Διοικώντας μια τεράστια επιχειρηματική αυτοκρατορία, ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο, συναντώντας παγκόσμιους ηγέτες, ο πατέρας της Γκισλέιν, Ρόμπερτ Μάξγουελ, κατακρεούργησε εντελώς τους συνήθεις κανόνες της οικογενειακής ζωής και αυτό ήταν ένα ισχυρό ναρκωτικό για κάποιον που ήταν ήδη βουτηγμένος στην μεγαλομανία.
Αντίθετα, η γυναίκα του, Μπέτι, ήταν ένα είδος αγίας, της οποίας η καλοσύνη κράτησε αυτή -την κατά τα άλλα δυσλειτουργική -οικογένεια ενωμένη. Ήταν τόσο ευγενική όσο εκείνος σκληρός, καλή όσο εκείνος τέρας, ευγενής όσο εκείνος κακός. Ωστόσο, για να διατηρήσει την οικογενειακή ειρήνη, συχνά υποχωρούσε στους εγωκεντρικούς, τραμπούκικους τρόπους του, βαθαίνοντας τη δική της αγωνία και όλων των παιδιών τους. Αποδοκίμασε τη σκληρότητά του, αλλά δεν έκανε τίποτα αποτελεσματικό για να το σταματήσει.
Σε ένα γράμμα, τον κατηγόρησε ότι έπαιρνε μια σαδιστική ευχαρίστηση συνθλίβοντας και εξευτελίζοντας όλους όσους τον αγαπούσαν περισσότερο. Αλλά ακόμα κι έτσι, του είπε ότι δεν θα σταματήσει να τον αγαπάει. Διχασμένη ανάμεσα στην απελπιστική αγάπη της για τον άντρα της και στα μητρικά της ένστικτα, έγινε ένα κομμάτι πάγος.
Αυτή, λοιπόν, ήταν η ταραγμένη οικογένεια στην οποία γεννήθηκε η Γκισλέιν την ημέρα των Χριστουγέννων του 1961.
Η φαινομενικά πασπαλισμένη με χρυσόσκονη ζωή της δεν ξεκίνησε καλά. Είναι αλήθεια ότι ο πατέρας της ήταν εξαιρετικά πλούσιος και το σπίτι της οικογένειας ήταν μια έπαυλη 53 δωματίων στην Οξφόρδη όπου ο Όσκαρ Ουάιλντ είχε χορέψει κάποτε σε ένα καλοκαιρινό χορό.
Η Γκισλέιν ήταν μόλις ημερών όταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας είχε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα που τον άφησε εγκεφαλικά νεκρό και σε κώμα, από το οποίο δεν ξύπνησε ποτέ. Αυτή η τραγωδία καταρράκωσε τόσο πολύ την Μπέτι που η Γκισλέιν, που θα έπρεπε κανονικά να ήταν το επίκεντρο της προσοχής της μητέρας της, αγνοήθηκε.
Το απόλυτο «κορίτσι του μπαμπά»
Η Γκισλέιν υπέφερε ζώντας σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες ενός απόλυτου νάρκισσου αρσενικού που κυριαρχούσε. Ήταν τραμπούκος στη δουλειά και τραμπούκος στο σπίτι. Ο μεγαλύτερος αδερφός της, Ίαν, έχει πει ότι «όλοι μας τιμωρούμασταν σωματικά. Τα κορίτσια έτρωγαν χαστούκια και τα αγόρια βουρδουλιές με ζώνη, όταν έφερναν κακούς βαθμούς, έδειχναν τεμπελιά και έλλειψη προσαρμογής στο σχολείο».
Το μεσημεριανό γεύμα της Κυριακής στο Headington Hill Hall ήταν ένα μαρτύριο. Ο Μάξγουελ ούρλιαζε στα παιδιά, τα προσέβαλε και τα έκανε να κλαίνε.
Η Γκισλέιν ήταν το αγαπημένο του παιδί, αλλά ούτε κι αυτή απέφυγε την οργή του. Ήταν, ωστόσο, η καλύτερη στην ανάπτυξη ενός μηχανισμού χειρισμού του και εκείνος την κακόμαθε ως εκεί που δεν έπαιρνε άλλο. Ένας επισκέπτης στο σπίτι της οικογένειας τη θυμάται, εννιάχρονη, ντυμένη με μπλουτζήν, παπούτσια τένις και ένα λευκό μπλουζάκι να σκαρφαλώνει στο γόνατο του πατέρα της, να βάζει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και να φτερουγίζει τα μεγάλα καστανά μάτια της στον μπαμπά της με νάζι και λατρεία. Ακόμη και ως ενήλικη, ο Μάξγουελ την έβαζε στο γόνατό του και την έπνιγε στα φιλιά. Τη λάτρευε και δεν της φερόταν με τον ίδιο αγενή τρόπο όπως τα αδέρφια της. Ήταν το κορίτσι του μπαμπά.
Αλλά με ποιο τρομερό κόστος απέκτησε η Γκισλέιν την «εξουσία» πάνω στον τερατώδη πατέρα της; Ένα άλλο ανώτερο στέλεχος του προσωπικού της Daily Mirror συνόψισε αυτό που είδε για τη σχέση της Γκισλέιν και του πατέρα της: «Εκείνος αποφάσιζε για ό,τι θα έκανε εκείνη. Της συμπεριφερόταν σαν να ήταν το μωρό του».
Ακόμη και τη θέση της στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης τη χρωστούσε σ΄εκείνον. Οι βαθμοί της δεν ήταν καλοί, αλλά μπήκε στο Balliol College αφού ο πατέρας της χρηματοδότησε μια υποτροφία εκεί. Στα χρόνια της Οξφόρδης ήταν δημοφιλής και έκανε καλούς φίλους, αλλά συχνά με άτομα που δεν είχαν καμία σχέση με τον ακαδημαϊκό κόσμο, όπως ο πρίγκιπας Άντριου. Η δημοσιογράφος Ανν ΜακΕλβόι θυμάται ότι η Γκισλέιν συμμετείχε πολύ στην κοινωνική ζωή της Οξφόρδης, ήταν «εντυπωσιακή, με μια χαίτη από γυαλιστερά, σκούρα μαλλιά και αγάπη στην επίδειξη». Συμπλήρωσε πως ένας κοινός τους φίλος της είπε πως ο Ρόμπερτ Μάξγουελ έκανε την ερωτική ζωή της κόρης του αδύνατη. Την ενθάρρυνε να έχει μια λαμπερή κοινωνική ζωή, κάτι που θα αντανακλούσε καλά σε εκείνον, αλλά σιχαινόταν τη σκέψη και μόνον να έχει η Γκισλέιν αγόρι.
Κάποιοι από τους τότε συμφοιτητές της, όπως ο εκδότης και συγγραφέας Νίκολας Κόλριτζ την υπερασπίσθηκαν, όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος Τζον Σουίνεϊ στην Daily Mail, λέγοντας: «Πάντα μου άρεσε και δεν είχε περάσει από το μυαλό κανενός ότι η φιλική, χαμογελαστή, ζεστή Γκισλέιν θα βρισκόταν σε ένα κελί φυλακής». Άλλοι που τη γνώριζαν προτιμούν να μένουν σιωπηλοί, αν και ανώνυμα πολλοί από αυτούς επισημαίνουν αυτό που όλοι έβλεπαν, τη γοητεία της Γκισλέιν. Άλλοι πάλι, έχουν άλλη γνώμη, όπως η συγγραφέας Άννα Πάστερνακ, που την ήξερε και δεν της άρεσε αυτό που έβλεπε: «Ήταν το είδος του ανθρώπου που σου έλεγε “γεια” ενώ έψαχνε πάνω από τον ώμο σου να δει κάποιον πιο ενδιαφέροντα, πιο επιδραστικό, πιο ισχυρό. Δεν εκπλήσσομαι που είναι στη φυλακή με αυτές τα κατηγορίες. Έχει να κάνει πολύ με τη σχέση της με τον πατέρα της. Ήταν το απόλυτο κορίτσι του μπαμπά που έπρεπε να ευχαριστήσει τον μπαμπά πάση θυσία».
Το κουτσομπολιό ήταν ότι όταν η Γκισλέιν πήγαινε στην Οξφόρδη, συχνά εξαφανιζόταν και επέστρεφε με όμορφα, μοντέρνα, αλλά ελαφρόμυαλα και ηλικιακά μικρότερα κορίτσια, που τα πήγαινε στο Headington Hill Hall για να γνωρίσουν τον πατέρα της. Όταν προέκυψαν οι κατηγορίες ότι ήταν μαστροπός του Έπσταϊν, βρίσκοντας πολύ νεαρές γυναίκες γι΄αυτόν, ήταν πολλοί αυτοί που αναρωτήθηκαν ξαφνικά: Μήπως η Γκισλέιν είχε γίνει μαστροπός για πρώτη φορά όχι για τον Τζέφρι Έπσταιν, αλλά για τον πατέρα της;
Το ότι φοβόταν τον πατέρα της είναι αδιαμφισβήτητο. Η σχέση της με τον Μάξγουελ ήταν απελπιστικά δουλοπρεπής. Αν ήσουν παιδί του Μάξγουελ, έκανες αυτό που σου έλεγαν. Και από όλα τα παιδιά, η Γκισλέιν είχε το μεγαλύτερο πρόβλημα να βρει έναν κατάλληλο φίλο, επειδή κανένας άντρας δεν φαινόταν ποτέ αρκετά καλός για τον πατέρα της.
Ωστόσο, ήταν μια πολύ ελκυστική γυναίκα και είχε πλήρη επίγνωση της δύναμης της σεξουαλικότητάς της. Ένας ανώνυμος νεαρός άνδρας του Λονδίνου της δεκαετίας του 1980 τη θυμόταν ως ζωηρή και σέξι. Ένας άλλος φοιτητής ισχυρίζεται ότι την άκουσε να καυχιέται ότι «έκανε τις καλύτερες π@πες στην Οξφόρδη». Ο συγγραφέας Βάσι Τσάμπερλεν, έπεσε πάνω στην Γκισλέιν σε ένα εστιατόριο στο Soho του Λονδίνου: «Ήταν φασαριόζα και πολύ διασκεδαστική. Ντυμένη με μαύρο σορτς, διάφανο καλσόν και καπέλο με μια νότα χρυσού. Έδειχνε άτακτη και σέξι, αλλά και αγοροκόριτσο. Ήταν ιντριγκαδόρικη, γοητευτική».
Η άτακτη πλευρά της αποκαλύφθηκε από την ψυχοθεραπεύτρια Νίκολα Γκλούκσμαν, τότε τηλεοπτική παραγωγό, η οποία ήταν καλεσμένη μαζί με έναν φίλο της στο Headington Hill Hall το 1991 για ένα δείπνο με διανυκτέρευση. Ούτε ο Μάξγουελ ούτε η Μπέτι ήταν παρόντες. Μετά το δείπνο, η 29χρονη Γκισλέιν είπε στους άντρες να φορέσουν μαντήλια στα μάτια και στις γυναίκες να βγάλουν το μπλουζάκι και το σουτιέν τους και να παρουσιαστούν στους άνδρες, οι οποίοι έπρεπε να τις αναγνωρίσουν από το μέγεθος και την αίσθηση του στήθους τους.
Η καταστροφή του μεγιστάνα και η δεύτερη μπανανόφλουδα
Καθώς η δεκαετία του 1980 πλησίαζε, ο Ρόμπερτ Μάξγουελ γινόταν όλο και πιο τρελός, μέχρι που η αποτυχία του να καταλάβει την πραγματικότητα κατέστρεψε την περιουσία του και κατέληξε να τον σκοτώσει. Ο Μάξγουελ δοκίμασε την υπομονή όλων όσων ήρθαν σε επαφή μαζί του, και συνήθως έκανε μήνυση ή απειλούσε να μηνύσει όποιον τολμούσε να αμφισβητήσει τον λόγο του. Καθώς τα χρέη του αυξάνονταν, ολόκληρη η αυτοκρατορία του κατέρρεε.
Μέχρι τότε εκείνος και η Μπέτι ζούσαν χωριστά, ενώ τα παιδιά τους, συμπεριλαμβανομένης της Γκισλέιν ήταν εξαιρετικά δύσκολο να έχουν έστω και μια καλή στιγμή με τον πατέρα τους. Θέλοντας να ξεφύγει από την επιρροή του, το 1990 η Γκισλέιν άρχισε να περνά όλο και περισσότερο χρόνο στη Νέα Υόρκη. Καθώς πλησίαζε ο χειμώνας του 1991, ο Μάξγουελ είχε ξεμείνει από λύσεις και η κατάσταση ήταν πλέον μη αναστρέψιμη, με την χρεωκοπία ante portas.
Τον Νοέμβριο του 1991, ο Μάξγουελ αποφάσισε να πάει μια μικρή κρουαζιέρα στη μέση του Ατλαντικού με το Lady Ghislaine, το σκάφος που είχε δώσει το όνομα της αγαπημένης του κόρης. Υπό συνθήκες που δεν έχουν ποτέ πλήρως διευκρινισθεί, ο Μάξγουελ έπεσε στη θάλασσα από το σκάφος στα ανοιχτά των Καναρίων Νήσων και πνίγηκε. Μπορεί να ήταν ατύχημα αλλά η εκδοχή της αυτοκτονίας ήταν πιθανότερη.
Όχι όμως στα μάτια της συντετριμένης Γκλισλέιν. «Νομίζω ότι δολοφονήθηκε», είπε στο περιοδικό Hello! «Είμαι σίγουρη ότι δεν αυτοκτόνησε. Αυτό απλώς δεν ήταν συνεπές με τον χαρακτήρα του ». Έμεινε προσκολλημένη στην πίστη της σε αυτόν. Η Γκισλέιν δεν έπαψε ποτέ ν΄αγαπά τον πατέρα της απελπισμένα και δεν συμβιβάσθηκε ποτέ με την πραγματική του υπόσταση και αυτό, είναι κομμάτι της προσωπικής της τραγωδίας. Είναι γοητευτική, εξαιρετικά καλά δικτυωμένη, αλλά πάσχει από μια θεμελιώδη διαταραχή της αντίληψης της πραγματικότητας.
Όμως αυτή η πραγματικότητα τής έδειξε τα δόντια της. Ένα μήνα μετά το θάνατό του, αποκαλύφθηκε ότι ο Mάξγουελ είχε λεηλατήσει το συνταξιοδοτικό ταμείο Daily Mirror ύψους 400 εκατομμυρίων λιρών.
Η εφημερίδα που είχε θρηνήσει τον «The Man Who Saved the Mirror» (σ.σ. Ο άνθρωπος που έσωσε την Mirror) όταν πέθανε, αποκαλούσε τώρα τον λατρεμένο πατέρα της «απατεώνα», «τραμπούκο», «κλέφτη», «μεγαλομανή» και «γκάνγκστερ». Η ντροπή την τσάκισε.
Ο Πίτερ Μάντελσον, ένας πολύ στενός της φίλος, είπε: «Πέρασε πολύ δύσκολα όταν έφτασε στη Νέα Υόρκη. Την έδιωξαν από το διαμέρισμα της εταιρείας Μάξγουελ και είπε σε έναν άλλο φίλο: «Πήραν τα πάντα — ακόμα και τα μαχαιροπίρουνα. Επιβιώνω — απλώς». Ο παλιός της γνωστός Βάσι Τσάμπερλεν τη συνάντησε στη Νέα Υόρκη και σκέφτηκε ότι έμοιαζε «απεριποίητη, σοκαρισμένη, γεμάτη θυμό και πικρία». Βέβαια δεν ήταν τόσο χάλια τα πράγματα, αφού εξακολουθούσε να εισπράττει ένα καταπίστευμα περίπου 80.000 λιρών ετησίως. «Είναι τραγικό που έχασα τον μπαμπά μου», είπε στον Τσάμπερλεν, «αλλά δεν μπορώ να πεθάνω ήσυχα σε μια γωνία. Πρέπει να πιστεύω ότι κάτι καλό θα βγει από αυτό το χάλι.
Στην πραγματικότητα, αυτός ο χώρος στη ζωή της – που είχε αδειάσει με τον θάνατο του μπαμπά της – είχε ήδη γεμίσει από έναν από τους πλουσιότερους άνδρες στη Νέα Υόρκη. Μια φωτογραφία απαθανατίζει την Γκισλέιν σε μια εκδήλωση στη μνήμη του πατέρα της μόλις τρεις εβδομάδες μετά τον θάνατό του. Στο ξενοδοχείο Trump Plaza στο Μανχάταν, κάθεται σε ένα τραπέζι γεμάτο με ποτήρια σαμπάνιας. Δίπλα της, γελώντας με ένα αστείο, είναι ο Τζέφρι ΄Επσταϊν. Η Γκισλέιν τον κοιτάζει γοητευμένη. Μοιάζουν με εραστές. Ένα άλλο ισχυρό, αδίστακτο τέρας έχει πάρει τη θέση του πατέρα της. Είναι έτοιμη να πατήσει τη μπανανόφλουδα— για δεύτερη φορά…