Η ταινία «Maria» που ετοιμάζει ο Πάμπλο Λαραΐν με πρωταγωνίστρια τη σταρ του Χόλιγουντ και γυρίσματα στη χώρα μας επιχειρεί να ρίξει φως στην άγνωστη Μαρία και τον εφιαλτικό ανταγωνισμό της με τη μυθική ντίβα
Η Μαρία Κάλλας με το αυστηρό προφίλ, το ντελικάτο στυλ, την απαράμιλλη γοητεία που τη μετέτρεψε σε παγκόσμιο σύμβολο, ξαναζεί στις οθόνες μέσα από την ερμηνεία της Αντζελίνα Τζολί στην ταινία «Maria», σε σκηνοθεσία Πάμπλο Λαραΐν, σε διεθνή συμπαραγωγή της Fremantle με έδρα στο Λονδίνο και της Heretic από την Ελλάδα. Ακολουθώντας πιστά τα χνάρια της αιώνιας ντίβας οι υπεύθυνοι της ταινίας βρέθηκαν για γυρίσματα στο Παρίσι, στην Ελλάδα, πάνω στα ντεκ του «Christina O», αλλά και στο Μιλάνο, όπου θα μεταβούν στη συνέχεια, με κάποιες από τις σκηνές να πραγματοποιούνται στα κλειστά κινηματογραφικά στούντιο στη Βουδαπέστη.
Στο Χόλιγουντ ποντάρουν από τώρα στις οσκαρικές υποψηφιότητες τόσο της Τζολί όσο και του έμπειρου στις βιογραφίες Χιλιανού σκηνοθέτη. Ο μύθος της Κάλλας εξακολουθεί να γοητεύει και να εμπνέει, απόδειξη δεν είναι μόνο η ταινία του Λαραΐν, αλλά και το άρτι εκδοθέν βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Δεν είμαι η Μαρία… Είμαι η Κάλλας», που αντίστοιχα βασίζεται στις δύο αντικρουόμενες όψεις της, από τον έμπειρο δημοσιογράφο και συγγραφέα Μιχάλη Δημητρίου (εκδόσεις Bell).
Σε αντίστοιχο μήκος κύματος, η ταινία του Λαραΐν σκόπιμα φέρει τον τίτλο «Μαρία» και όχι «Κάλλας» θέλοντας να δώσει έμφαση στον ανθρώπινο παράγοντα της σπουδαίας ντίβας, η οποία πάντοτε αγωνιζόταν ανάμεσα στην προσωπική της ταυτότητα και την κυρίαρχη δημόσια εικόνα της. Μελετώντας κάθε εκδοχή του βίου της, όπως έχει κάνει αντίστοιχα και με τις άλλες γυναίκες θρύλους, όπως την Τζάκι Κένεντι στην ταινία του «Jackie» και τη λαίδη Νταϊάνα στο «Spencer», ο Χιλιανός σκηνοθέτης προσπαθεί να αποδώσει όχι μόνο τον μυθικό βίο και την καριέρα της Κάλλας, αλλά και τις τεράστιες μεταπτώσεις στην προσωπική της ζωή και την καριέρα της δίνοντας έμφαση στο τελευταίο κεφάλαιο που βίωσε με τον πιο οδυνηρό τρόπο, όταν αποτραβήχτηκε μακριά από τα βλέμματα του κόσμου στο Παρίσι.
H ταινία
Με τον Στίβεν Νάιτ στο σενάριο, ο οποίος είχε υπογράψει και την αντίστοιχη μεταφορά της βιογραφίας για την Νταϊάνα στη μεγάλη οθόνη, αλλά και τη διάσημη σειρά «Peaky Blinders», ο διάσημος σκηνοθέτης καλείται να αναδείξει τις πιο καίριες και ακραίες στιγμές της ζωής και τις εσωτερικές συγκρούσεις της Κάλλας υποσχόμενος ότι θα δούμε μια διαφορετική εκδοχή του μύθου της από αυτές που έχουν γίνει μέχρι σήμερα.
Αυτό, πάντως, που φαίνεται για την ώρα είναι η εξαιρετική σημασία που έχει δοθεί σε λεπτομέρειες όπως στο μακιγιάζ, που ακολουθεί πιστά αυτό της Κάλλας, στα κοστούμια, που βασίζονται στα πραγματικά ρούχα της -μάλιστα τα περίφημα γουναρικά της στη συγκεκριμένη περίπτωση, ύστερα από αίτημα της Τζολί, είναι κατασκευασμένα από ανακυκλώσιμα υλικά και όχι ζωικής προέλευσης- και στα αξεσουάρ και τα κοσμήματα που φέρουν την υπογραφή του έμπειρου σχεδιαστή Μάσιμο Καντίνι Παρίνι.
Οποιος είδε τη Χολιγουντιανή σταρ στα γυρίσματα στην Πελοπόννησο αλλά και στις ελάχιστες μέχρι στιγμής φωτογραφίες που έχουν κυκλοφορήσει διαπίστωσε ότι πρόκειται για ακριβή αντιγραφή των πραγματικών κοστουμιών που φορούσε η Κάλλας. Δίπλα της στέκονται επάξια έμπειροι ηθοποιοί που έχουμε δει σε άλλες γνωστές παραγωγές στον κινηματογράφο και σε διάφορες πλατφόρμες όπως ο Πιερφρανσέσκο Φαβίνο («Suburra»), η Αλμπα Ρορβάχερ («Ευτυχισμένος Λάζαρος»), αλλά και η Βικτόρια Γκολίνο, που θα υποδύεται την Υακίνθη, δηλαδή την Τζάκι Κένεντι.
Τον Αριστοτέλη Ωνάση θα υποδυθεί ο Τούρκος ηθοποιός Χαλούκ Μπιλγκινέρ, γεγονός που ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις στην Ελλάδα. Σημαντικό ρόλο θα έχει και ο Κόντι Σμιτ-ΜακΦι (υποψήφιος για Οσκαρ για την «Εξουσία του σκύλου»). Οσο για τα γυρίσματα σε Παρίσι, Ελλάδα, Βουδαπέστη και Μιλάνο, κατάφεραν τελικά να προχωρήσουν ύστερα από ειδική άδεια που εξασφάλισαν οι παραγωγοί και ο σκηνοθέτης από την Ενωση Ηθοποιών, που συνεχίζει την απεργία διαρκείας.
Ενθουσιασμένος ο Λαραΐν, σε ανάρτησή του στα social media, λίγο πριν από την έναρξη των γυρισμάτων δήλωσε ότι χαίρεται πολύ για το άρτιο σενάριο του Νάιτ, αλλά και για την καλή προετοιμασία της Τζολί, η οποία είχε μελετήσει σε βάθος την Ελληνίδα ντίβα, πολύ προτού ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Προκειμένου, μάλιστα, να μπορέσει να βιώσει ακόμα καλύτερα τον χαρακτήρα, είχε ζητήσει να μείνει ένα βράδυ στο «Christina O», κάτι που, όμως, δεν έγινε δεκτό.
Ο Χιλιανός σκηνοθέτης προσπαθεί να αποδώσει όχι μόνο τον μυθικό βίο και την καριέρα της Κάλλας, αλλά και τις τεράστιες μεταπτώσεις στην προσωπική της ζωή και την καριέρα της δίνοντας έμφαση στο τελευταίο κεφάλαιο που βίωσε με τον πιο οδυνηρό τρόπο, όταν αποτραβήχτηκε μακριά από τα βλέμματα του κόσμου στο Παρίσι.
Γυρίσματα στο «Christina O»
Οι κάτοικοι του Πύργου, που είχαν μαζευτεί από νωρίς στο μέρος των γυρισμάτων για να δουν από κοντά την Αντζελίνα Τζολί, έδειξαν να εντυπωσιάζονται από την αμεσότητα μιας σταρ που ήταν ντυμένη απλά, χωρίς ίχνος μακιγιάζ προτού μετατραπεί στην απόλυτη divina. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στον Πύργο, στο Θέατρο Απόλλων, ένα αριστούργημα του ελληνικού κλασικισμού που με τον αρχοντικό εσωτερικό του χώρο, τον μαρμάρινο διάκοσμο και τα ωραία επίκρανα θυμίζει πολύ τα επιβλητικά μουσικά θέατρα της Ευρώπης, στα οποία πρωταγωνίστησε η Κάλλας.
Ολα, μάλιστα, έγιναν σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό: η Τζολί αφότου προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Αράξου, μετέβη με ειδικό προστατευμένο τζιπ στον Πύργο και κατόπιν στο Κατάκολο, αποφεύγοντας τα αδιάκριτα βλέμματα των δημοσιογράφων και των φωτογράφων που περίμεναν για μέρες την άφιξή της. Μένοντας σε γνωστό ξενοδοχείο της περιοχής, που φημίζεται για τη φιλοξενία διάσημων προσώπων, δεν θέλησε να έχει εξωτερικές μετακινήσεις – σε αντίθεση με τα μέλη της παραγωγής και τον γιο της, που επισκέφθηκαν διάφορα παραθαλάσσια ταβερνάκια.
Σε αντίθεση με το καστ, η Τζολί είχε δηλώσει ότι προτιμάει να μείνει στο ξενοδοχείο και να συγκεντρωθεί στον ρόλο, για τον οποίο δείχνει έντονο ενθουσιασμό, καθώς σημαίνει τη δυναμική της επιστροφή στον κινηματογράφο ύστερα από ατυχείς συμμετοχές σε παραγωγές που σκηνοθέτησε η ίδια. «Παίρνω πολύ σοβαρά την ευθύνη μου απέναντι στη ζωή και την παρακαταθήκη της Μαρίας.
Θα δώσω ό,τι έχω και μπορώ για να τα καταφέρω. Ο Πάμπλο είναι ένας σκηνοθέτης που ανέκαθεν θαύμαζα πολύ. Το ότι μπορώ να πω την ιστορία της Μαρίας Κάλλας μαζί του είναι ένα όνειρο», είχε δηλώσει στο IndieWire. Αυτό φαίνεται να έζησε και στα ντεκ του «Christina O», στο οποίο έγιναν σημαντικές τροποποιήσεις για να θυμίζει ακριβώς στην αρχική του εκδοχή, όπως ήταν όταν ταξίδεψαν ο Ωνάσης, η Κάλλας και ο τότε σύζυγός της Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι στη θρυλική κρουαζιέρα του 1959, για την οποία έχουν γραφτεί άπειρες εκδοχές.
Για τις ανάγκες των γυρισμάτων μεταφέρθηκε στο ιστορικό σκάφος ένα πιάνο πανομοιότυπο με αυτό που έπαιζε τότε η σπουδαία ντίβα αλλά και αντίγραφα των διακοσμητικών που φαίνεται να διατηρούσε στη θαλαμηγό ο Ελληνας κροίσος. Παρότι με το πέρας των χρόνων έχουν γίνει διάφορες τροποποιήσεις ώστε να μπορεί το σκάφος να είναι αξιόπλοο, έχουν διατηρηθεί το λιτό σκαρί, οι ξύλινες κουπαστές, ακόμα και η θρυλική πισίνα με τη σκηνή από τα μινωικά ταυροκαθάψια στον πάτο – ένδειξη της άμεσης συμβολικής σύνδεσης του Ωνάση με τη δύναμη και την επιβολή.
Ωστόσο, οι διαφορετικές εκδοχές που υπήρξαν γι’ αυτήν ακριβώς την κρουαζιέρα με διάφορα μυθεύματα και αρκετές δόσεις υπερβολής μελετώνται με ακρίβεια από τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Μιχάλη Δημητρίου στη νέα βιογραφία για την Κάλλας, καρπό πολυετούς έρευνας στα αρχεία, στις δημοσιεύσεις της εποχής, στα γράμματα, αλλά και στις προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που την έζησαν από κοντά.
Αυτό που υποστηρίζει ο Μιχάλης Δημητρίου είναι ότι «η Κάλλας εγκατέλειψε τον Ωνάση και δεν την παράτησε αυτός, όπως θέλει η επιπόλαιη μυθολογία: δηλαδή έναν πανίσχυρο, δεσποτικό Ωνάση και μια Κάλλας σε κατάσταση κατάθλιψης και υποτέλειας»
Κάλλας Vs Καλογεροπούλου
«“Είτε είσαι παλιάτσος, είτε πρωταγωνιστής μεγάλος και diva”, πίστευε όλο και περισσότερο, και τελευταία πιο πολύ, ότι πάνω στην ώρα της παράστασης κάθε ρόλος είναι μια μεγάλη αλήθεια ζωής. Δεν αποτελεί όμως ταυτότητα του ηθοποιού, ούτε πάνω ούτε κάτω από τη σκηνή. Δεν ήταν η Κάλλας κόπια των ρόλων της, ούτε η Μαρία. “Εχω το τρισυπόστατο”, ήταν η εξομολόγηση προς τους στενούς της φίλους όπως ο Χρήστος Λαμπράκης, αλλά με αρκετές περιπλοκές ανάμεσα στις τρεις ταυτότητες».
Αυτή είναι η απάντηση του συγγραφέα Μιχάλη Δημητρίου στο ερώτημα ποια ήταν η πραγματική Μαρία Κάλλας και πώς βίωνε την τεράστια αντίθεση ανάμεσα στην απλή Μαρία και την diva, τη Μαρία Καλογεροπούλου και τη Μαρία Κάλλας, κάτι που προσπαθεί, από τη δική του πλευρά, να προσεγγίσει και ο Χιλιανός σκηνοθέτης με την ταινία του «Maria». Χωρίς να εξωραΐζει ή να αποθεώνει τη μεγάλη diva, ο Δημητρίου σκύβει με συμπάθεια πάνω στις διαρκείς εσωτερικές συγκρούσεις που βίωνε στην προσπάθειά της να διαχειριστεί τη μεγάλη εικόνα της, τα προσωπικά της αδιέξοδα, αλλά και το κοινό, που δεν ήταν πάντα δεκτικό απέναντί της.
Ο συγγραφέας μάς θυμίζει τις μεγάλες κόντρες που είχε η διάσημη μεσόφωνος με τη Σκάλα του Μιλάνου, καθώς η ίδια δεν προερχόταν από τα στενά κυκλώματα αυτού του οπερατικού θεάτρου, αλλά από ένα περιφερειακό θέατρο όπως η Βερόνα. Μάλιστα, οι θερμές αντιδράσεις του κόσμου και οι άπειρες δημοσιεύσεις στα media τη μετέτρεψαν σχετικά απότομα στη μεγάλη σταρ και επέβαλαν εκ των πραγμάτων την παρουσία της στο κορυφαίο λυρικό θέατρο της Ιταλίας.
«Η Μαρία Κάλλας αναγνωρίστηκε, θαυμάστηκε και δοξάστηκε από σπουδαίες προσωπικότητες της Τέχνης και των Γραμμάτων, από νομπελίστες θαυμαστές όπως ο Eugenio Montale και ο Γιώργος Σεφέρης, διάσημους ηθοποιούς όπως ο Richard Burton, η Greta Garbo μέχρι τη βασίλισσα της Αγγλίας Elisabeth II και όλους τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης, τους μαγικούς χορευτές Rudolf Nureyev και Margot Fonteyn, δημουργούς όπως ο Charlie Chaplin, πλανητάρχες όπως ο John Fitzgerald Kennedy και ηγετικούς παράγοντες της τότε Σοβιετικής Ενωσης, με αμέτρητους θαυμαστές δεκάδες επιφανείς της κοσμικής, καλλιτεχνικής, οικονομικής ζωής.
Παρόμοιας έκτασης και ποικιλίας προσωπικότητες δεν φαίνεται να υπήρχαν στους χώρους της πολιτικής, της Τέχνης και των Γραμμάτων, της οικονομίας εκείνων των δεκαετιών. Ελάχιστες, και μάλιστα κατά τη διάρκεια της δράσης τους», επισημαίνει στο βιβλίο του ο Μιχάλης Δημητρίου τονίζοντας το τεράστιο εύρος της απήχησης που είχε η Κάλλας σε σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, σε αντιδιαστολή με τον αρνητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε από τα Μέσα και την εικόνα που καλλιέργησαν για την ίδια ενόσω ήταν εν ζωή. Αλλά, όπως τονίζει και ο συγγραφέας, ποτέ δεν έλειψαν η ζήλια και ο ανταγωνισμός από αυτά τα κυκλώματα.
Το ελληνικό «σκάνδαλο Κάλλας»
Ο συγγραφέας ξεκινώντας το βιβλίο του με αφορμή το άγνωστο «ελληνικό καλοκαίρι» των τελευταίων διακοπών της μοιραίας ντίβας σε γνωστό ξενοδοχείο που δεσπόζει ακόμα στην περιοχή της Ουρανούπολης μιλάει για μια Κάλλας ήρεμη και κατασταλαγμένη, προβληματισμένη για τις διαφορετικές εκδοχές που είχαν προσδώσει οι εξωτερικοί παράγοντες σε διάφορες κρίσιμες στιγμές της ζωής της.
Εκεί, στο όμορφο αυτό τοπίο η ανθρώπινη και προσηνής Μαρία χαίρεται την παρέα του Κώστα Πυλαρινού, της Βάσως Δεβετζή και κάποιων φίλων, κολυμπάει σε απομακρυσμένες περιοχές, αστειεύεται με το προσωπικό και τη σκυλίτσα της Τζέντα (καθόλου τυχαίο όνομα αφού εκεί υπήρξε το κέντρο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του Ωνάση και της συμφωνίας του με τους Αραβες) και δείχνει να απολαμβάνει τη γαλήνη μιας παρθενικής περιοχής απ’ όπου είναι ορατή η Πολιτεία του Αγίου Ορους.
Με τρόπο μυθιστορηματικό ο Μιχάλης Δημητρίου ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις της, ρίχνει φως στην παιδική και εφηβική της ηλικία, αποκαλύπτει τις κόντρες με τη σκληρή μητέρα της Ευαγγελία -ένας καλός λόγος για φροϊδική ανάλυση, όπως λέει- και παραπέμπει στις σκληρές γι’ αυτήν συνθήκες διαβίωσης στην Κατοχή. Επίσης, μιλάει με λεπτομέρειες για το δύσκολο ταξίδι της με υπερωκεάνιο στην Αμερική με λίγα δολάρια στην τσέπη και κάποια παξιμάδια, όπως μας θυμίζει.
Εκεί η ανυπεράσπιστη νέα είχε να αντιμετωπίσει έναν αδιάφορο πατέρα, ο οποίος φαίνεται να την εκμεταλλεύτηκε μέχρι τέλους απομυζώντας την οικονομικά και ψυχικά. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται, επίσης, στην κρίσιμη επιστροφή της στην Ιταλία, όπου δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο την καχυποψία του κοινού, αλλά και τη δυσκολία των μεγάλων ρόλων, τους οποίους αναλύει ο γνώστης της όπερας συγγραφέας, κάτι που την καταπονούσε ψυχικά και σωματικά.
Αγνωστο στους πολλούς είναι σήμερα το «σκάνδαλο Κάλλας», το οποίο περιγράφεται λεπτομερώς στο βιβλίο με ιδιαίτερη αναφορά στην ακραία επίθεση που δέχτηκε η μεγάλη ντίβα όταν εκλήθη να εμφανιστεί στο Ηρώδειο τον Αύγουστο του 1957. Η υψηλή αμοιβή που είχε ζητήσει τότε (9.000 δολάρια) ήταν σκάνδαλο για την εποχή, με αποτέλεσμα τα ελληνικά ΜΜΕ, που τη «θεωρούν Αμερικανίδα δεξιά και βασιλική», να συνασπιστούν με λύσσα εναντίον της.
Το γεγονός μάλιστα ότι η ίδια είχε συνδεθεί φιλικά με την πριγκίπισσα Ειρήνη και το ότι έδινε την εντύπωση ότι αδιαφορούσε για τη δεινή οικονομική θέση της χώρας την έβαλε στη δίνη του κυκλώνα. Η εξέγερση όλου του κόσμου και των δημοκρατικών ΜΜΕ της εποχής κάνουν ακόμα και τον Κωνσταντίνο Τσάτσο να παραδεχθεί το «σκάνδαλο Κάλλας», καθώς καλείται να απολογηθεί στη Βουλή για την πρόσκλησή της στο Ηρώδειο.
Κανείς δεν προτίθεται να την υπερασπιστεί σε αυτό τον κύκλο των συντονισμένων επιθέσεων, ούτε καν ο καλός της φίλος Χρήστος Λαμπράκης, ο οποίος βλέπει το συγκρότημα που διηύθυνε μέχρι τότε ο πατέρας του Δημήτριος Λαμπράκης να της επιτίθεται με μανία. Λόγω της καθολικής αντίδρασης, ελάχιστοι είναι τελικά οι πολιτικοί που τολμούν να παραστούν στην πολύκροτη πρεμιέρα της Κάλλας: ούτε καν ο έτερος καλός της φίλος, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος, ωστόσο, προς ελάχιστη προάσπισή της, δηλώνει άρνηση να συμμετάσχει «στο κανιβαλικό θέαμα», όπως το αποκαλεί.
Τελικά η Μαρία Κάλλας ακυρώνει την εμφάνιση δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερο αρνητικό κλίμα, μέχρι τη θριαμβευτική επιστροφή της με τις δύο παραστάσεις της ως Μήδεια στην Επίδαυρο το 1961. Ενδεχομένως η θετική της ανταπόκριση στην κρουαζιέρα που σχεδίαζε ο Ωνάσης στα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι του 1959 με επιφανείς καλεσμένους καλώντας την να πάρει τη θέση της Γκρέτα Γκάρμπο να είχε να κάνει με όλα αυτά τα γεγονότα που προηγήθηκαν και είχαν ως αποτέλεσμα την ψυχική της κόπωση και αγανάκτηση.
Ο καρχαρίας και ο γλάρος
Παρότι ο Μιχάλης Δημητρίου αρνείται τις υπερβολές των ισχυρισμών του τότε συζύγου της Μενεγκίνι, ο οποίος επέμενε ότι έπιασε επ’ αυτοφώρω το παράνομο ζευγάρι στο σαλόνι της θαλαμηγού, πιστεύει ότι η συγκεκριμένη κρουαζιέρα υπήρξε καθοριστική για το μέλλον τους. Η κουρασμένη από τους διαξιφισμούς με τον άνδρα της Κάλλας φαίνεται να βρήκε καταφύγιο στα παρηγορητικά λόγια του Ωνάση, ο οποίος φρόντισε να της ανεβάσει το πεσμένο ηθικό και να δείξει ότι καταλαβαίνει τα τραύματά της, τη δύσκολη παιδική ηλικία και τον σκληρό πατέρα της. Ωστόσο, ο Μιχάλης Δημητρίου επιμένει ότι ούτε ο Ωνάσης έδειξε εντέλει να καταλαβαίνει τον ψυχισμό τής κατά βάθος εύθραυστης Κάλλας θεωρώντας την άλλη μία σημαντική κατάκτηση στη ζωή του, «μια χρηστική σπουδαία προσωπικότητα, αλλά πιθανόν ορισμένης διάρκειας, όπως ο απόμαχος Γουίνστον Τσόρτσιλ μέχρι τον Ιούνιο του 1962».
Επικαλούμενος, μάλιστα, διάφορες μαρτυρίες ανθρώπων που γνώριζαν καλά τον Ελληνα μεγιστάνα, καταγράφει τη μαρτυρία ενός στενού του συνεργάτη, όπως ήταν ο δικηγόρος του Στέλιος Παπαδημητρίου, ο οποίος επέμενε ότι η μόνη γυναίκα που αγάπησε ήταν η Τίνα Λιβανού-Ωνάση, μητέρα των παιδιών του, Αλέξανδρου και Χριστίνας. Απλώς η ίδια προτίμησε να ζητήσει διαζύγιο, αντί να διεκδικήσει εκ νέου τον διαρκώς άπιστο Ωνάση, βρίσκοντας καταφύγιο σε διάφορους ζεν πρεμιέ της εποχής και φροντίζοντας να πάρει αποστάσεις από το περίφημο σκάνδαλο της εποχής.
Το ειδύλλιο Ωνάση – Κάλλας, επιμένει ο συγγραφέας, είχε διάφορες αναθερμάνσεις μέχρι τον οριστικό θάνατο του Ελληνα κροίσου, ύστερα από βαθιά μελαγχολία από τον θάνατο του γιου του.
Αυτό πάντως που υποστηρίζει ο Μιχάλης Δημητρίου είναι ότι «η Κάλλας εγκατέλειψε τον Ωνάση και δεν την παράτησε αυτός, όπως θέλει η επιπόλαιη μυθολογία: δηλαδή έναν πανίσχυρο, δεσποτικό Ωνάση και μια Κάλλας σε κατάσταση κατάθλιψης και υποτέλειας», ενώ συνεχίζει πως «έξι μήνες νωρίτερα από τον γάμο στον Σκορπιό και τουλάχιστον έναν μήνα πριν την κρουαζιέρα με την Τζάκι Κένεντι τον Μάιο, η Κάλλας χώρισε, διέλυσε την όποια σχέση της με τον Ωνάση, όταν αυτός επέμεινε εκείνη να μη λάβει μέρος στην κρουαζιέρα. Ηταν η απόφαση, όπως αποκαλύπτουν στοιχεία και μαρτυρίες, που ξεχείλισε το ποτήρι για την Κάλλας, γιατί η κρίση υπέβοσκε κραδασμούς από το 1966. Η Κάλλας, αποφασισμένη και αποφασιστική για πρώτη φορά την άνοιξη του 1968, μάζεψε όλα τα πράγματά της από τον Σκορπιό και το σπίτι της Γλυφάδας και κλείστηκε στο Παρίσι.
Ο Ωνάσης, είναι ιστορικά βεβαιωμένο, την αναζητά επίμονα, θέλει να της δώσει εξηγήσεις μετά τους προσβλητικούς ισχυρισμούς-προφάσεις που χρησιμοποίησε και την εξόργισαν, ότι δεν μπορεί να την εμφανίσει ως επίσημη αγαπημένη, ούτε ως απλή ερωμένη στην “παντοτινή κυρία της Αμερικής”, ότι πρόκειται για φιλοξενία των παιδιών, της αδελφής και άλλων συγγενών και φίλων της χήρας Τζάκι από έναν οικοδεσπότη χωρίς οικοδέσποινα και άλλα προσχηματικά. Ζητούσε να δείξει κατανόηση και να της εξηγήσει από κοντά. Ακόμα χειρότερα ήταν στη συνέχεια. Ο Ωνάσης δεν έκανε καμία δήλωση διάψευσης, όπως στη δική τους περίπτωση, περί “απλής καλής φιλίας” με την Τζάκι, ενώ η Κάλλας θεωρούσε ασυγχώρητη την ψευδολογία του να τη διαβεβαιώσει ότι δεν υπάρχει κανένα ειδύλλιο, αλλά φαντασίες των εφημερίδων, και έπειτα, ελάχιστες ημέρες πριν από τον γάμο στον Σκορπιό, ότι δηλαδή δεν υπάρχει κανένα θέμα γάμου με την Τζάκι».
Ο Ωνάσης συνέχισε να την πολιορκεί ακόμα και τα χρόνια του Παρισιού, ενώ τη βοήθησε -κάτι άγνωστο στους πολλούς, που αποκαλύπτεται για πρώτη φορά στο βιβλίο- να κάνει τα πρώτα της επιχειρηματικά βήματα επενδύοντας στον χώρο του εφοπλισμού. Η μοιραία σχέση, παρά τις διάφορες συναντήσεις μεταξύ τους, ακόμα και δημόσια, όπως στο εστιατόριο «Maxim’s», τελείωσε οριστικά και με τον πιο δραματικό τρόπο: σαν ένα σενάριο όπερας που αντιγράφει τη ζωή, ο Ωνάσης έφυγε από τη ζωή μια κρύα μέρα του Μαρτίου του 1975, κάτι που προφανώς η ίδια δεν ξεπέρασε ποτέ.
Δύο χρόνια μετά τον θάνατό του η Μαρία Κάλλας συνάντησε τον εραστή της σε έναν άλλον κόσμο, σαν αυτόν που κρατούσε πάντα ως επτασφράγιστο μυστικό επιμένοντας πως θα ξαναβρεθούν στην επόμενη ζωή, όπως σε κάποια προηγούμενη, αυτός μεταμορφωμένος σε καρχαρία και εκείνη σε γλάρο.