Ο Αντίμτσι Ονιεναδούμ ξεφυλλίζει το άλμπουμ της ζωής του…
Θα μπορούσε να είναι σενάριο ταινίας ή βιβλίο. Η ιστορία όμως ενός παιδιού που έζησε τον πόλεμο της Μπιάφρα, αιχμαλωτίστηκε, κατάφερε να επιβιώσει και να φτάσει στην Ελλάδα για να πραγματοποιήσει το όνειρό του, να γίνει γιατρός, δεν είναι μύθος. Είναι η ιστορία της ζωής του παθολόγου – ογκολόγου Αντίμτσι Ονιεναδούμ, Διευθυντή ΕΣΥ του ογκολογικού τμήματος του ΠΓΝ Πάτρας που ήρθε στην Πάτρα πριν από 44 χρόνια, σε ηλικία μόλις 22 ετών.
Σήμερα στα 66 του χρόνια ετοιμάζεται να συνταξιοδοτηθεί και να αφήσει το νοσοκομείου του Ρίου μετά από πολλές δεκαετίες προσφοράς στον άνθρωπο. Με ένα πλατύ χαμόγελο, αφηγείται, για πρώτη φορά την περιπετειώδη διαδρομή του, μιλώντας στο thebest.gr.
Την πρώτη μέρα στην πόλη ως φοιτητής την θυμάται ακόμη με κάθε λεπτομέρεια. Ήταν από τους πρώτους που εισήχθησαν στην Ιατρική σχολή της Πάτρας, την πρώτη χρονιά που λειτούργησε. Για να επιβιώσει έκανε πολλές δουλειές. Δούλεψε ως οικοδόμος, ακόμα και στο εργοστάσιο της Elite.
Η αγάπη του για την Ιατρική όμως δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που καθόρισε τη ζωή του. Είναι τενόρος εδώ και δέκα χρόνια στην Πολυφωνική Χορωδία της Πάτρας ενώ πριν ένα χρόνο επέστρεψε και σε μία άλλη παλιά του συνήθεια στο τρέξιμο όπου στο παρελθόν κατέγραψε καλές επιδόσεις,. Θυμάται ακόμα την αθλητική του συνάντηση και συνεργασία με τον Φάνη Τσιμιγκάτο σε μαραθώνιους αγώνες, και στην κλασσική διαδρομή, και στο Βαρδινογιάννειους στην Κρήτη. Αργότερα ο Φάνης έγινε και ασθενής του.
Το γεγονός όμως που σημάδεψε τη ζωή του ήταν το διαζύγιο του. Ήταν αυτό που τον οδήγησε στο να ανακαλύψει το θεό και να βρει τελικά τον εαυτό του.
Ποιες είναι οι μνήμες μου έχετε από τα παιδικά σας χρόνια;
Γεννήθηκα στη Νιγηρία. Είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα της Αφρικής. Εκεί συγκατοικούν φυλές που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, ούτε στη θρησκεία ούτε στη γλώσσα. Μία τριτοκοσμική χώρα. Ο πατέρας μου ήταν πάστορας, όπως και η μητέρα μου. Ήμασταν εννέα αδέλφια. Ζούσαμε φτωχικά, μέσα στο σπίτι και την Εκκλησία.
Οι διαφορές μεταξύ των φυλών δημιούργησαν στη Νιγηρία τον πρώτο εμφύλιο, το 1967. Αυτός ο πόλεμος ξεκίνησε από τη δική μου φυλή η οποία ήταν μία από τις τρεις μεγαλύτερες φυλές στη Νιγηρία. Υπήρχαν άλλες 300 μικρότερες φυλές. Ανήκω στην φυλή των Ίγκμπο. Κηρύξαμε ανεξαρτησία από την υπόλοιπη Νιγηρία πράγμα με το οποίο η Νιγηρία ήταν αντίθετη. Θα καταλάβετε τι ήταν αυτός ο πόλεμος αν μάθετε για τον πόλεμο της Μπιάφρα. Είναι ο πόλεμος που έγινε παγκοσμίως γνωστός επειδή πέθαναν ένα εκατομμύριο παιδιά από ασιτία- υποσιτισμό.
Κράτησε τρία χρόνια. Η Νιγηρία νίκησε την Μπιάφρα και γυρίσαμε ξανά. Όταν έγινε ο πόλεμος ήμουν 12 ετών, ένα παιδί της πρώτης Γυμνασίου. Στον πόλεμο συμμετείχαμε όλοι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Ήμουν στο στρατό, δεν πήγα στο μέτωπο όπως πήγαν τα 15χρονα παιδιά. Έμενα στο στρατόπεδο και εκπαίδευα άλλα παιδιά. Ήμουν ατίθασος και νευρικός, έμαθα την εκπαίδευση. Ακόμα και οι κοπέλες είχαν το δικό τους στρατό, ήταν κομάντος και σκότωναν ακόμα και με τα χέρια για την επιβίωση της φυλής. Φτιάχναμε όπλα με τα ξύλα. Όλα αυτά είναι έντονα στη μνήμη μου. Όταν απειλείται η ζωή σου δεν φοβάσαι, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να παλέψεις, όπως έκαναν και οι Έλληνες το 1821.
Πώς καταφέρατε να επιβιώσετε;
Πολλά παιδιά, όπως είπα, πέθαναν. Εγώ τα κατάφερα επειδή ο πατέρας μου ήταν πάστορας και επειδή οι εκκλησίες ήταν αυτές που διαχειριζόντουσαν τη βοήθεια που έστελναν οι ξένες εκκλησίες κυρίως η Καθολική εκκλησία, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και η οργάνωση CARITAS (σ.σ. πρόκειται για τη φιλανθρωπική υπηρεσία της Καθολικής εκκλησίας).
Έστελναν ειδικά επεξεργασμένο αλεύρι από μίγμα διαφόρων δημητριακών που λεγόταν «Φόρμουλα 1», και τρωγόταν ωμά. Επίσης γάλα και αυγό σε σκόνη. Η Νιγηρία βέβαια είχε κάνει αποκλεισμό σε αέρα και θάλασσα έτσι ώστε να μην περνάει τίποτα. Με κίνδυνο για τη ζωή τους πετούσαν τα αεροπλάνα που τα μετέφερναν μόνο νύχτα σχεδόν στα ύψη των δένδρων για να αποφύγουν τα ραντάρ των Νιγηριανών.
Όταν δεν μπορούσαν να προσγειωθούν στα χωράφια τα οποία είχαμε βιαστικά ετοιμάσει για προχείρους διαδρόμους προσγείωσης, οι γενναίοι πιλότοι πετούσαν τα τρόφιμα που προσγειώνονταν στα δέντρα. Ποιος να πρωτοπάρει από αυτά τα τρόφιμα; Περιμέναμε στην ουρά και παίρναμε, όσοι είμασταν τυχεροί, λίγα από αυτά στη χούφτα μας και τα γλείφαμε για να ζήσουμε. Οι πιο πολλοί οι οποίοι δεν είχαν τέτοια πρόσβαση, ιδιαίτερα όσοι ήταν στα χωριά, πέθαιναν… ένα εκατομμύριο παιδιά! Θυμάμαι ότι για ενάμιση μήνα πριν τελειώσει ο πόλεμος μέναμε σε μία χαράδρα, όλη η οικογένεια, προκειμένου να προστατευτούμε. Βγαίναμε κρυφά και σπάνια. Όσο ζούσαμε εκεί, μάθαμε ότι ο άνθρωπος πάτησε στη Σελήνη. Ήταν, νομίζω το 1969. Πάθαμε τότε μία επιδημία. Είχαμε ξαφνικά όλοι επιπεφυκίτιδα. Κυκλοφόρησε λοιπόν η πληροφορία ότι οι Αμερικάνοι είχαν πάει στη Σελήνη και είχαν πετάξει τα καύσιμα τους στην περιοχή. Έτσι πάθαμε μόλυνση.
Τι συνέβη όταν τελείωσε ο πόλεμος, το 1970;
Πιάστηκα αιχμάλωτος για ενάμιση χρόνο. Ο άνθρωπος που με αιχμαλώτισε ήταν ένας 40χρονος στρατιώτης από την «απέναντι» πλευρά. Όταν τελείωσε ο πόλεμος κυκλοφορούσαμε ελεύθερα. Τον είχα γνωρίσει και με συμπαθούσε γιατί είχα πολλές γνώσεις. Διάβαζα από μικρός πολύ. Εκείνος είχε ενθουσιαστεί. Γίναμε φίλοι, γνώρισε τους γονείς μου. Όταν επρόκειτο να φύγει πήγα να τον βοηθήσω να μεταφέρει τα πράγματά του στο αυτοκίνητο. Έβγαλε όπλο και μου είπε πως αν δεν τον ακολουθήσω, θα με σκοτώσει. Βρέθηκα ξαφνικά πολύ μακριά από τον τόπο μου. Σε γενικές γραμμές μου φέρθηκε καλά. Το παράπονό μου ήταν ότι παρά τις υποσχέσεις του, δεν με έστειλε ποτέ στο σχολείο.
Έκλαιγα που έβλεπα άλλα παιδιά να πηγαίνουν. Κατά τα άλλα όταν είδα ότι δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, προσαρμόστηκα, έμαθα τη γλώσσα της φυλής και τον χορό της. Όλοι ήξεραν πως ήμουν παιδί του και με αγαπούσαν. Κάποια στιγμή παντρεύτηκε μια κοπέλα με τη βία. Στην αρχή την παρηγορούσα. Την έφερε στο σπίτι σέρνοντας την. Εκείνη έκλαιγε ασταμάτητα. Αυτό ήταν κάτι που με είχε ταράξει. Μου έλεγε ότι έπρεπε να την προσέχω και πως αν την άφηνα να το σκάσει, θα με σκότωνε. Στην πορεία άλλαξαν τα πράγματα και η κοπέλα άρχισε να μου φέρεται σα να είμαι υπηρέτης της. Πλέον ήθελε να μείνει κοντά σε αυτόν τον άνδρα. Εκεί που ήμουν οικονόμος του σπιτιού, πλέον μου φερόταν άσχημα. Έκανα τις δουλειές του σπιτιού και με κακομεταχειριζόταν. Έκανα παράπονα. Αν και για καιρό έπαιρνε τη θέση της, τελικά κάποια στιγμή την έδιωξε ενώ μάλιστα ήταν τριών μηνών έγκυος.
Όλη αυτή την περίοδο, έγραφα γράμματα στους γονείς μου αλλά δεν λάμβανα καμία απάντηση. Ήξερα ότι οι δικοί μου προσεύχονταν για εμένα. Ένιωθα, ήξερα ότι θα γυρίσω. Τα γράμματα έφτασαν σε αυτούς όταν πλέον είχα γυρίσει. Μετά από πολλές συγκυρίες με άφησε ελεύθερο, μετά από έξι μήνες μετά από την εκδίωξη της «γυναίκας» του, και πράγματι γύρισα στο σπίτι μου, σχεδόν 16 χρονών. Δεν τον είδα ποτέ ξανά. Όταν μπήκα στο σπίτι, η μητέρα μου, τρελάθηκε από τη χαρά της, η κραυγή της ακούστηκε πολύ μακριά. Όλοι της έλεγαν να με ξεχάσει αλλά εκείνη πίστευε ότι θα τα κατάφερνα και ότι δεν θα πέθανα. Ήμασταν πολύ κοντά με την μητέρα μου, είχαμε μία στενή σχέση.
Ποια ήταν η πορεία σας από εκεί και πέρα; Πώς φτάσατε στην Ελλάδα;
Τελείωσα επιτέλους το σχολείο, το 1974. Δεν υπήρχε προοπτική για τίποτα και πήγα σαν αναπληρωτής καθηγητής σε ένα χωριό. Υπήρχε όμως ένα πρόγραμμα υποτροφιών μέσα από το οποίο έστελναν στην Ευρώπη παιδιά, που είχαν τελειώσει το σχολείο με άριστα, να σπουδάσουν με σκοπό την ανάπτυξη της οικονομίας. Πήρα υποτροφία λοιπόν και με έστειλαν στη Βουλγαρία να σπουδάσω Μηχανικός Μηχανολόγος, στο Πολυτεχνείο. Δεν μου άρεσε καθόλου εκεί. Υπήρχε ένας άγριος κουμμουνισμός. Ήμουν θεωρητικά ένας άνθρωπος της αριστεράς και αρχικά χάρηκα που πήγαινα εκεί, όμως τελικά όταν το είδα στην πράξη, δεν ήθελα να μείνω. Θα έμενα μόνο αν σπούδαζα ιατρική. Αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου.
Πήγα και βρήκα έναν Νιγηριανό φίλο που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Ήρθα στην Ελλάδα με τρένο και έψαξα πώς μπορώ να ακολουθήσω εδώ το όνειρό μου. Έμαθα την ελληνική γλώσσα. Υπήρχε για τους ξένους τμήμα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Ήταν το μόνο κέντρο εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Μετά έκανα αίτηση να μπω στη Ιατρική και διάλεξα τέσσερα Τμήματα. Η τρίτη επιλογή ήταν το Τμήμα της Πάτρας που θα ξεκινούσε τότε. Με πήραν στην Πάτρα…
Τι θυμάστε από την πρώτη μέρα στην πόλη;
Ήρθα στην Πάτρα το 1977, με λεωφορείο. Δεν ήξερα κανέναν. Έμεινα σε ένα ξενοδοχείο και πρωί πρωί καμαρωτός, πήγα στο Πανεπιστήμιο, στο παράρτημα. Δεν υπήρχε εκεί ιατρική σχολή και με έστειλαν στην Πανεπιστημιούπολη. Πήγα στην αφετηρία του λεωφορείου, είδα φοιτητές να μπαίνουν μέσα, μαζί τους κι εγώ. Μιλούσαν μεταξύ τους κι έπιασα κι εγώ την κουβέντα. Όταν τους είπα ότι θα σπουδάσω ιατρική, κοιταζόντουσαν μεταξύ τους και αναρωτιόντουσαν, αν υπάρχει. Δεν είχαν ιδέα καθώς ήταν η πρώτη χρονιά που θα ξεκινούσε το Τμήμα.
Πήγα στην Πρυτανεία και θυμάμαι ότι και η ίδια η γραμματέας αναρωτιόταν. Τελικά μου εξήγησαν ότι δεν μπορούσα να εγγραφώ ακόμα. Θα με ειδοποιούσαν όταν θα ξεκινούσαν τα μαθήματα. Επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη και γύρισα ξανά μετά από δύο μήνες. Δεν υπήρχαν γραφεία, γράφτηκα σε ένα τραπεζάκι έξω από την Πρυτανεία. Είχα αριθμό μητρώου 44, έχω ακόμα το πάσο μου.
Πώς κύλησαν τα επόμενα χρόνια;
Δούλεψα για να μπορώ να σπουδάσω. Έχω κάνει τα πάντα. Σε οικοδομές, χωράφια. Το πρώτο έτος ήταν ένα μαρτύριο. Είμασταν 60 άτομα που κάναμε προ κλινικά μαθήματα. Είμασταν τρεις ξένοι. Εγώ, ένας Γάλλος και ένας Παλαιστίνιος. Το πρώτο μάθημά μας ήταν ανόργανη χημεία. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Δεν κατάλαβα τίποτα. Ήταν στην καθαρεύουσα ενώ εγώ είχα μάθει την νεοελληνική. Δεν έβρισκα τους όρους ούτε στα λεξικά. Παράλληλα δούλευα σε οικοδομή αλλά και σε εργοστάσιο. Πήγαινα το πρωί για μάθημα, το απόγευμα στα εργαστήριο και τα μεσάνυχτα στο εργοστάσιο. Δούλευα στο δρέπανο, στον Βοσινάκη, στην Elite. Έφτιαχνα φρυγανιές. Δούλεψα και για λίγο στις σταφίδες «Κουνουνιώτης» στο Αίγιο. Για δύο χρόνια υπέφερα. Ήμουν όμως ο μόνος που πέρασε στο δεύτερο έτος από τους τρεις ξένους. Κάποια στιγμή σταμάτησα να πηγαίνω στα εργαστήρια ώσπου μία μέρα, εκεί που δούλευα σε μία οικοδομή στην Αγία Σοφία, πέρασε ένας καθηγητής μου.
Όταν κατάλαβε, θέλησε να με βοηθήσει. Βρήκε τρόπο να πάρω μία υποτροφία. Αν και ήμουν από τους πρώτους δεν μπορούσα να πάρω τη χρηματική βοήθεια που δινόταν από το ΙΚΥ (σ.σ. «Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών») στους πρώτους 10 φοιτητές, και αυτό γιατί ήμουν ξένος. Την υποτροφία μου την πρόσφεραν στον ενδέκατο στη σειρά και εμένα μου χορήγησαν μόνο πιστοποιητικό επαίνου! Τελικά βρέθηκε ένας τρόπος να πάρω ειδική υποτροφία από το Πανεπιστήμιο Πατρών μέσω του υπουργείου παιδείας. Βρέθηκε ένα κονδύλι για ξένους. Και τους ευχαριστώ τους τότε καθηγητές μου που τόσο συμπαραστάθηκαν σε εμένα.
Μπήκαν τα πράγματα τότε σε μία σειρά;
Καθυστέρησα τρία χρόνια να τελειώσω την ιατρική γιατί παντρεύτηκα το 1983 . Έχω έναν γιο 36 χρονών που είναι γιατρός. Ο γάμος ήρθε στη ζωή μου ενώ απείχα από το πτυχίο έξι μήνες. Την πρώην γυναίκα μου την γνώρισα ενώ βρισκόταν στην Πάτρα για διακοπές. Είναι από Έλληνες γονείς της Αυστραλίας. Χωρίσαμε μετά από δύο χρόνια ενώ ήταν έγκυος. Πήγε στην Αυστραλία, στην πατρίδα της. Εκεί γεννήθηκε ο γιός μου. Στην ιατρική γύρισα το 1986 και ολοκλήρωσα τις σπουδές μου.
Ποια ήταν η πορεία σας μετά;
Αρχικά έκανα Παθολογία. Αφού πήρα την ειδικότητα, ήμουν «ξεκρέμαστος» αφού δεν είχα ελληνική υπηκοότητα. Ήταν η εποχή που ξεκινούσε το ογκολογικό Τμήμα με τον κ. Καλόφωνο Χ. Χρειαζόντουσαν βοηθό κι έκανα κάποιες εφημερίες. Μου πρότεινε να πάω κοντά του και δέχθηκα. Στη συνέχεια μου μίλησε για κάποιο ερευνητικό πρόγραμμα. Ξεκίνησα λοιπόν την έρευνα.
Από το 1994 και για ενάμιση χρόνια περίπου ήμουν μαζί του ως συνεργάτης, στη συνέχεια πήρα την υπηκοότητα. Όταν έγινε αυτό, έκανα το αγροτικό μου στο Κέντρο Υγείας Χαλανδρίτσας με διευθυντή τον κύριο Θεοδωρόπουλο Π., για ένα χρόνο. Το ολοκλήρωσα στα τέλη του 1997. Υπήρξε τότε μία επικουρική θέση παθολόγου, στο Νοσοκομείο του Αγίου Ανδρέου και την πήρα. Ήταν μία εξάμηνη σύμβαση. Παράλληλα όμως λόγω της εμπειρίας που είχα στην ογκολογία είχα κάνει τα χαρτιά μου για τη θέση επιμελητή Β στο Ρίο την οποία πήρα το 1998.
Ποια είναι η σχέση σας με τους ασθενείς σας;
Η εμπιστοσύνη είναι το πιο ουσιαστικό από όλα. Τον ασθενή δεν τον ενδιαφέρει τι ξέρεις και τι δεν ξέρεις. Για να έχεις πάρει πτυχίο, να είσαι ειδικευμένος, θα ξέρεις, είναι λογικό. Ο ασθενής ενδιαφέρεται για το πώς θα χειριστείς το δικό του θέμα. Η σχέση γιατρού- ασθενή, είναι πρωτίστως σχέση εμπιστοσύνης. Μπορεί ένας ασθενής να ακούει για έναν γιατρό και αυτό να είναι και θέμα «marketing».
Το θέμα είναι ο γιατρός να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ασθενή. Δεν έχω πολλούς ασθενείς, έχω περιορίσει τον εαυτό μου και κουράρω μόνο ασθενείς που μου έχουν εμπιστοσύνη. Στην Ελλάδα αυτή η εμπιστοσύνη δεν υπάρχει και γι΄ αυτό βλέπεις ασθενείς που μπορεί να πάνε σε δέκα διαφορετικούς γιατρούς να ακούσουν δέκα διαφορετικές γνώμες. Αποτέλεσμα είναι να μπερδευτούν. Το ότι δεν υπάρχει αυτή η εμπιστοσύνη οφείλεται και στους γιατρούς γιατί δεν την εμπνέουμε πολλές φορές.
Ο πόνος των ασθενών σας, σας επηρεάζει;
Κανονικά ο γιατρός δεν πρέπει να συμμετέχει. Πολλές φορές όμως συγκινούμαστε, είμαστε άνθρωποι πρώτα. Χρειάζεται μία ισορροπία.. Ο κανόνας είναι ότι ο γιατρός πρέπει να κρατάει απόσταση για να μπορέσει να δώσει λύση.
Σας αγκάλιασε η Ελλάδα;
Η Ελλάδα με αγκάλιασε. Δεν μοιάζει με την Ελλάδα που ήξερα πριν έρθω. Είχα διαβάσει για τους αρχαίους Έλληνες. Ήξερα τι γινόταν στην χώρα. Μάλιστα είχα γράψει άρθρο σε εφημερίδα στην πατρίδα μου για την πτώση της Χούντας στην Ελλάδα πριν έρθω εδώ. Όταν ήρθα όμως απογοητεύτηκα. Δεν είδα να είχαν οι Έλληνες πολλή σχέση με τους προγόνους τους. Αγάπησα όμως αυτή τη χώρα, τη φιλοξενία των ανθρώπων της.
Γιατί δεν την αφήσατε ποτέ;
Θα έφευγα γιατί η Ελλάδα δεν μπορούσε να με βοηθήσει να ικανοποιήσω τις φιλοδοξίες που είχα στην Ιατρική. Ήμουν φιλόδοξος, ήθελα να κάνω έρευνα και αν ήταν δυνατόν να φτάσω μέχρι το Νόμπελ. Ήξερα ότι στην Ελλάδα δεν είχα επιστημονική προοπτική. Σκόπευα να πάρω πτυχίο και να πάω στην Αμερική. Τα πάντα όμως τα ανέτρεψε ο γάμος μου. Αν δεν είχα παντρευτεί θα είχα φύγει. Άλλαξα όμως πορεία, εξαφανίστηκε η φιλοδοξία μου. Αποφάσισα να μην είμαι πλέον μπροστά. Έμεινα δύο βήματα πίσω και είπα ότι θα βοηθάω τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν την ασθένεια τους, και θα αφήσω άλλους να προχωρήσουν την έρευνα. Θα ενημερώνομαι όσο μπορώ και θα βρίσκομαι κοντά στο πονεμένο άνθρωπο.
Ποια είναι η σχέση σας με το θεό;
Τον ανακάλυψα με έναν άλλο ιδιαίτερο τρόπο με την αποχώρηση της γυναίκας μου. Μέχρι τότε μπορεί να ήμουν καλός κι αθώος, αλλά δεν μπορούσα να πω ότι είχα κάποια ξεχωριστή σχέση με το θεό. Με τον χωρισμό μου, απελπίστηκα τόσο πολύ, γιατί ήταν κάτι που δεν περίμενα να γίνει. Σιχαινόμουν τους ανθρώπους που έδερναν τις γυναίκες τους και τελικά βρέθηκα σε αυτή τη θέση. Φτάσαμε στο σημείο να παίζουμε μπουνιές εμείς οι δυο.
Όταν έφυγε δεν ήξερα ποιος ήμουν. Ήμουν τόσο απελπισμένος που σκεφτόμουν να αυτοκτονήσω. Ήξερα όμως ότι αυτό δεν ήταν αποδεκτό από τη θρησκεία και ότι υπάρχει θεός. Αυτό δεν το αμφισβήτησα. Ήθελα να καταλάβω όμως πού είναι ο Θεός και γιατί με άφησε να καταντήσω έτσι. Έψαχνα απαντήσεις. Πήρα την Αγία Γραφή και άρχισα να διαβάζω, γονατιστός. Και ο θεός ήρθε. Είναι μία εμπειρία που δεν μπορώ να περιγράψω. Αισθάνθηκα μία ησυχία και την παρουσία Του. Πήρα τις απαντήσεις μου. Κατάλαβα ότι έπρεπε να είχα δείξει υπομονή απέναντι στη γυναίκα μου. Ταπεινώθηκα, ζήτησα συγγνώμη. Έμεινα κλεισμένος στο σπίτι να διαβάζω την Αγία γραφή. Όταν τελείωσε αυτή η απομόνωση, την αναζήτησα, ήθελα να γυρίσει πίσω αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. Το παιδί μου το είδα για πρώτη φορά όταν ήταν σε ηλικία εννέα ετών. Όταν ενηλικιώθηκε ξεκίνησε ουσιαστικά η σχέση μας. Είμαι περήφανος γι΄ αυτόν. Τώρα περιμένω δίδυμα εγγόνια.
Δεν παντρευτήκατε ποτέ ξανά…
Όχι γιατί επί της ουσίας δεν ήθελα ποτέ να χωρίσω, ήθελα πίσω εκείνη τη γυναίκα….
Σε λίγους μήνες θα συνταξιοδοτηθείτε… τι θέλετε για το μέλλον;
Ουσιαστικά έχω δυο πατρίδες. Η πρώτη μου πατρίδα είναι η Νιγηρία στην οποία έζησα μόλις 22 χρόνια πριν την εγκαταλείψω οριστικά. Η δεύτερη πατρίδα μου είναι η Ελλάδα στην οποία κατοικώ 44 χρόνια, διπλάσια χρόνια από όσα έζησα στη γενέτειρά μου, και για την οποία έχω καταναλώσει σχεδόν όλη την ικμάδα της ζωής μου υπηρετώντας το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Τώρα με τη σύνταξή μου, σκοπεύω να προσφέρω και στη Νιγηρία όπου η ανάγκη είναι πολλή μεγάλη και η εξειδικευμένη γνώση λίγη. Με τη βοήθεια του Θεού, μόλις πάρω τη σύνταξή, θα πηγαινοέρχομαι από τη Νιγηρία.
Τέλος, ό,τι και να γίνει και όπου και να βρίσκομαι, θα ήθελα να μιλάω για το θεό, αυτόν που μου έδειξε τον εαυτό μου. Όταν μου έδειξε ποιος είμαι, ποια είναι τα αρνητικά μου στοιχεία, αποφάσισα να αφιερωθώ σε αυτόν. Θα παροτρύνω τους ανθρώπους να γνωρίσουν τον πραγματικό θεό. Πάνω στο θρησκευτικό κομμάτι έχω γράψει δύο βιβλία και ετοιμάζω κι άλλα.