Οι ειδικοί φρουροί έγιναν εισαγγελείς!

562

Αργά χθες το απόγευμα παρουσιάστηκαν στο Αυτόφωρο κατά ομάδες οι 20 συλληφθέντες εντός και εκτός των δύο καταλήψεων στο Κουκάκι. Για την πρώτη ομάδα ατόμων που συνελήφθησαν μέσα στην κατάληψη Ματρόζου ορίστηκε δικάσιμος στις 23 Ιανουαρίου.

 

Γι’ αυτήν τη δίκη θα γίνει κλήτευση των μαρτύρων αστυνομικών που τραυματίστηκαν στη διάρκεια των επεισοδίων. Για τη δεύτερη ομάδα, εκείνων που συνελήφθησαν έξω από την κατάληψη, ορίστηκε δικάσιμος στις 24/1. Οσοι συνελήφθησαν στην κατάληψη της Παναιτωλίου θα δικαστούν στις 22 Ιανουαρίου.

Θυμίζουμε ότι οι συλληφθέντες αντιμετωπίζουν κατά περίπτωση σοβαρές κατηγορίες σε βαθμό πλημμελήματος για διατάραξη κοινής ειρήνης, απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης, διακεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, απείθεια και βία κατά αστυνομικών υπαλλήλων.

Μετά το τέλος της διαδικασίας και του ορισμού της δίκης όλοι οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι. Ως αργά το βράδυ παρέμειναν στα δικαστήρια δεκάδες αλληλέγγυοι στους συλληφθέντες και τις καταλήψεις.

Σε ρόλο δικαστικών λειτουργών αποφάσισαν να μπουν οι ειδικοί φρουροί τού γνωστού από τις ραδιοτηλεοπτικές εμφανίσεις του, προέδρου του σωματείου, Β. Ντούμα.

Προφανώς οι άνθρωποι, βλέποντας ότι οι αρμοδιότητες του υπουργείου Δικαιοσύνης μεταφέρθηκαν στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, θεώρησαν ότι και ο δικός τους ρόλος διευρύνεται και επομένως έχουν τη δυνατότητα να κρίνουν αν είναι επαρκώς βαριές οι κατηγορίες που αποδίδονται σε όσους διαπράττουν ποινικά αδικήματα.

ÁíáêáôÜëçøç ôïõ êôçñßïõ óôïí áñéèìü 45 ôçò ïäïý Ìáôñüæïõ, óôï ÊïõêÜêé, áðü áíôéåîïõóéáóôÝò ôï ÓÜââáôï 11 Éáíïõáñßïõ 2020.
(EUROKINISSI/ÓÔÅËÉÏÓ ÌÉÓÉÍÁÓ)

Ετσι, για πρώτη φορά στα χρονικά της ΕΛ.ΑΣ. το Σωματείο Ειδικών Φρουρών Ελληνικής Αστυνομίας Αττικής (ΣΕΦΕΑΑ) επικρίνει τους εισαγγελείς που ανέλαβαν τις δικογραφίες των συλληφθέντων από τις δύο καταλήψεις στο Κουκάκι.

Η ανακοίνωσή του συγκεκριμένα αναφέρει: «Σε ό,τι αφορά τις διώξεις που ασκήθηκαν κατά των συλληφθέντων από τις καταλήψεις κτιρίων στις οδούς Ματρόζου και Παναιτωλίου, μας προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι απόπειρες ανθρωποκτονίας εις βάρος αστυνομικών αντιμετωπίζονται ως απλά πλημμελήματα.

Το ΣΕΦΕΑΑ τιμά και σέβεται κάθε απόφαση της ελληνικής Δικαιοσύνης, δεν μπορεί όμως να σιωπά όταν, εκ της λογικής, διαπιστώνει εγκληματικές ενέργειες δραστών κατά του υπέρτατου αγαθού της ανθρώπινης ζωής να αξιολογούνται ως απλές πλημμεληματικές παραβάσεις.

Ως εκ τούτου, σε συνεννόηση με συναδέλφους αστυνομικούς που δέχτηκαν τη δολοφονική επίθεση στο Κουκάκι, ανέθεσε στους δικηγόρους Αθηνών Αθανάσιο Πλεύρη και Εβίτα Βαρελά να προβούν σε όλες τις νομικές ενέργειες, ώστε να γίνει ορθός νομικός χαρακτηρισμός των αποδιδόμενων πράξεων στους θύτες, από απόπειρα σωματικών βλαβών σε απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος των αστυνομικών».

Προφανώς ο κ. Πλεύρης θα μπει στον κόπο να εξηγήσει στους ειδικούς φρουρούς ότι τα ποινικά αδικήματα δεν «ζυγίζονται» αναλόγως του ποιος είναι ο δράστης και ποιος το θύμα, δεδομένου ότι το Ελληνικό Σύνταγμα θεωρεί όλους τους πολίτες ίσους απέναντι στον νόμο. Επίσης ο Ποινικός Κώδικας δεν εξομοιώνει ποινικά την όποια απόπειρα διάπραξης αδικήματος με το αδίκημα της ολοκλήρωσης τέλεσης μιας πράξης.

Σύμφωνα με το άρ. 42, «Οποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στον νόμο αξιόποινη πράξη τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή. Το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ατιμώρητη την απόπειρα πλημμελήματος για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης όχι ανώτερη από ένα έτος ή μόνο χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας, εκτιμώντας όλες τις περιστάσεις τέλεσης του εγκλήματος. […]». Πολύ δε περισσότερο ισχύει αυτό όταν οι δικαστές κρίνουν ότι κάποιος δεν έχει καν προαποφασίσει τη διάπραξη ενός αδικήματος.

Ειδικά όμως οι αστυνομικοί, οι οποίοι συνολικά έχουν αντιμετωπιστεί για κάθε τους αδίκημα (και όχι μόνο όσα αφορούν κακοποίηση πολιτών) με μεγάλη επιείκεια από τη Δικαιοσύνη, είναι αδιανόητο να φτάνουν σήμερα να επικρίνουν τους λειτουργούς της και να ζητούν μάλιστα βοήθεια κυβερνητικών στελεχών που ίσως δημιουργήσει αίσθημα εκφοβισμού στους δικαστές οι οποίοι θα κληθούν να κρίνουν τους συλληφθέντες.