Πού θα πάνε τα ομόλογα και οι ελληνικές μετοχές – Γιατί το 2020 θα ανέβουν τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία – Πώς η Ελλάδα επέστρεψε στα ραντάρ των διεθνών επενδυτών
Σε έναν κόσμο μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων και τα μετρητά να μην έχουν καμία απολύτως απόδοση, από τα περίπου 310 δισ. ευρώ των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων των ελληνικών νοικοκυριών (255 δισ. ευρώ στο εσωτερικό και 55 δισ. ευρώ στο εξωτερικό), κεφάλαια ύψους 200 δισ. ευρώ περίπου (σε καταθέσεις και μετρητά) δεν «παράγουν» κανένα ουσιαστικό εισόδημα για τους κατόχους τους, σηματοδοτώντας έτσι και το επενδυτικό παζλ της χρονιάς που μόλις έχει ανατείλει.
Τα δεδομένα δείχνουν πως ο κόσμος θα αποφύγει τουλάχιστον το 2020 την ύφεση, ενώ η χαλαρή νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών και η ανακωχή στο θέμα των εμπορικών πολέμων πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ θα στηρίξουν τις οικονομίες και τις αγορές τουλάχιστον το α’ εξάμηνο.
Ανοδικός κύκλος
Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει και την ελληνική οικονομία που βρίσκεται στην αρχή ενός ανοδικού κύκλου στηρίζοντας και τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία, εκτός εάν οι γεωπολιτικές εξελίξεις ανατρέψουν δραματικά το σκηνικό. Οι αγορές και οι οικονομίες είναι ευάλωτες, όπως φάνηκε εξάλλου από την άνοδο την Παρασκευή των τιμών του πετρελαίου μετά τη δολοφονία ανώτατου ιρανού διοικητή, ενώ ειδικά για την Ελλάδα οι διεθνείς επενδυτές φοβούνται μόνο την περίπτωση ενός θερμού επεισοδίου με την Τουρκία.
Ο Edward L Morse, επικεφαλής του τμήματος εμπορευμάτων της Citigroup, εκτίμησε πως βραχυχρόνια η τιμή του πετρελαίου θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 70 δολ./βαρέλι καθώς οι επενδυτές φοβούνται τα ιρανικά αντίποινα, αν και ο ίδιος δεν αποκλείει μέσα στο 2020 την εκκίνηση διαπραγματεύσεων για μια νέα συμφωνία ΗΠΑ – Ιράν, καθώς ακόμη και μια προσωρινή συμφωνία θα μπορούσε να επιτρέψει στο Ιράν εξαγωγές 3 δισ. δολ. πετρελαίου τον μήνα.
Πάνω από 1.000 μονάδες
Πέρα πάντως από αστάθμητους παράγοντες, διαχειριστές κεφαλαίων εκτιμούν πως το Χρηματιστήριο της Αθήνας για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια έχει τις προϋποθέσεις να κυμανθεί εφέτος πάνω από τις 1.000 μονάδες, σημειώνοντας μεγάλα κέρδη, ενώ έχει την ευκαιρία να επιστρέψει ως μηχανισμός χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και δημιουργίας υπεραξιών για τους επενδυτές, καθώς αναμένονται ορισμένες σημαντικές εισαγωγές νέων εταιρειών από νευραλγικούς κλάδους που θα μπορούσαν να προσδώσουν νέα δυναμική. Το 2020 αναμένονται μεγάλες αυξήσεις κεφαλαίου από τις εισηγμένες επιχειρήσεις, οι οποίες θα αξιοποιηθούν μεταφέροντας πόρους στην ελληνική οικονομία, ανέφερε εξάλλου και ο διευθύνων σύμβουλος του Χρηματιστηρίου Αθηνών Σωκράτης Λαζαρίδης. «Αύξηση θέσεων» (overweight) συστήνει πλέον για την εγχώρια αγορά μετοχών η HSBC, ενώ «αγοραστής» ελληνικών μετοχών εμφανίζεται και η Jefferies.
«Αύξηση θέσεων»
Παράλληλα ξένες τράπεζες αναμένουν περαιτέρω αποκλιμάκωση και των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων με τη Societe Generale και Nordea Asset Management να συστήνουν π.χ. «αύξηση θέσεων» στα ελληνικά ομόλογα, ενώ η Citigroup πρότεινε ως στρατηγική κίνηση «αγορές» 10ετών ελληνικών ομολόγων, έναντι των γερμανικών, με στόχο τον περιορισμό του spread στις 100-150 μονάδες βάσης, εκτιμώντας συνολικά ότι η απόδοση στη 10ετία μπορεί να αποκλιμακωθεί κάτω από 1%.
Από την άλλη πλευρά, τα δεκαετή ομόλογα που αποτελούν βάση αξιολόγησης και των ακινήτων σημείωσαν τη μεγαλύτερη πτώση στις αποδόσεις τους το 2019 παγκοσμίως (κατά 290 μονάδες βάσης) υποχωρώντας κάτω του 1,5%, κάτι που προκάλεσε αύξηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος των επαγγελματιών επενδυτών αλλά και άνοδο των τιμών επενδυτικών ακινήτων και των κατοικιών, ενώ συνολικά διεθνείς εταιρείες ακίνητης περιουσίας «βλέπουν» την ελληνική αγορά ακινήτων να έχει εισέλθει σε έναν 7ετή ανοδικό κύκλο.
Ελκυστικός προορισμός
Η Ελλάδα επέστρεψε στα ραντάρ των διεθνών επενδυτών οι οποίοι εκτιμούν πως η οικονομία εισέρχεται σε έναν ενάρετο κύκλο που την καθιστά ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Οι κινήσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τη διαμόρφωση ενός φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος θεωρείται μάλιστα πως αποδίδουν σε όλα τα επίπεδα, εκτίμησε ο Γιώργος Κοφινάκος, διευθύνων σύμβουλος της StormHarbour London. Τα ελληνικά ομόλογα εκτιμά πως θα συνεχίσουν να έχουν χαμηλές αποδόσεις, δίνοντας ταυτόχρονα στον εταιρικό τομέα τη δυνατότητα, μετά από πάρα πολλά χρόνια, να δανειστεί σε χαμηλά επίπεδα, ώστε να μπορεί να σταθεί στον διεθνή ανταγωνισμό. Με την ανάπτυξη να έχει τις προϋποθέσεις ώστε να κυμανθεί ή να ξεπεράσει το 2,5%, η Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί η αγαπημένη των αγορών και το 2020. Επίσης, οι τράπεζες ουσιαστικά τώρα μπαίνουν σε δρόμο εξυγίανσης επιταχύνοντας τη μείωση των προβληματικών τους δανείων, είτε μέσω του σχεδίου «Ηρακλής» είτε ακόμη και με απευθείας πωλήσεις χαρτοφυλακίων, οι αποκρατικοποιήσεις έχουν αποκτήσει μεγαλύτερο εύρος και ποιότητα ενδιαφερομένων, και μεγάλα επενδυτικά σχέδια, όπως αυτό του Ελληνικού, δεν έχουν ακόμα αρχίσει να συνεισφέρουν στην οικονομία.
Αλλαγή κλίματος
Το Χρηματιστήριο, ως προεξοφλητικός μηχανισμός, αποτυπώνει ήδη τη «μεταστροφή» του κλίματος, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την εντυπωσιακή άνοδο των τιμών των τραπεζικών τίτλων, ενώ η περαιτέρω εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, ώστε να αποτελέσουν ουσιώδεις πηγές χρηματοδότησης των βιώσιμων επιχειρήσεων, θα ενισχύσει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και της εγχώριας μετοχικής αγοράς, εκτίμησε ο Κωνσταντίνος Φωτεινόπουλος, Portfolio Manager της 3K Investment Partners. Από την άλλη πλευρά, η σημαντική υποχώρηση των αποδόσεων των ομολόγων και η αντίστοιχη άνοδος των τιμών τους, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες εθνικές εκλογές, αποτελεί σαφή ένδειξη «ψήφου εμπιστοσύνης» στις προοπτικές της χώρας, ενώ η πτώση των επιτοκίων θα οδηγήσει τις εταιρείες στο να αξιοποιήσουν αυτό το παράθυρο ευκαιρίας για να μειώσουν το χρηματοδοτικό τους κόστος. Αν το 2019 ήταν για το Χρηματιστήριο σε όρους αποτίμησης η χρονιά της βελτίωσης του συντελεστή προεξόφλησης (μείωσης του «risk premium»), το 2020 αναμένεται να αποτελέσει ένα έτος που η εταιρική κερδοφορία και οι ταμειακές ροές θα καθορίσουν περισσότερο τις τελικές αποδόσεις.
Οι αποδόσεις
«Μείνετε θετικοί σε έναν κόσμο αρνητικών επιτοκίων» προτρέπει τους επενδυτές ο David Bailin, επικεφαλής επενδύσεων της Citi Private Bank, καθώς η νομισματική χαλάρωση των κεντρικών τραπεζών θα τσιρίξει τις οικονομίες και τις αγορές και το 2020, αν και σε μικρότερο όμως βαθμό. Οπως εκτιμά, το ράλι των τιμών των ομολόγων δεν είναι διατηρήσιμο, συστήνοντας στους επενδυτές να αποφύγουν ομόλογα με αρνητικές ή και εξαιρετικά χαμηλές αποδόσεις, επιλεγμένες μετοχές με καλό ιστορικό κερδοφορίας και διανομής μερισμάτων.
«Το να αγοράζει κάποιος ομόλογα αγνοώντας τις αποδόσεις είναι τόσο επικίνδυνο όσο να αγοράζει κάποιος καλές εταιρείες αγνοώντας την τιμή που πληρώνει, τη μερισματική απόδοση κ.ά.» σημείωσε ο Γιώργος Κουφόπουλος, διευθύνων σύμβουλος και διευθυντής επενδύσεων της 3K Investment Partners.
Χρηματοπιστωτικά μέσα όπως μετοχές με υψηλές μερισματικές αποδόσεις θα μπορούσαν να προσομοιάσουν αποδόσεις σταθερού εισοδήματος με ισχυρές μελλοντικές χρηματοροές. Οι μετοχικές αξίες, σημειώνει, διανύουν μία από τις μακροβιότερες ανοδικές αγορές και η πιθανότητα μιας διόρθωσης μεγαλώνει. Ομως, αυτό δεν ακυρώνει το γεγονός ότι οι πιθανότητες για έναν επενδυτή να αποκομίσει μεγαλύτερα οφέλη επενδύοντας σε μετοχές είναι μεγαλύτερες σε σχέση με τα ομόλογα, ειδικά όταν οι αποδόσεις των ομολόγων ξεκινούν από μηδενική βάση και ιδιαίτερα όταν ο χρονικός ορίζοντας είναι μεγάλος.
«Ακραίες» προβλέψεις
Στις 10 «ακραίες» προβλέψεις για το 2020 της Saxo Bank περιλαμβάνονται η κατάρρευση του τομέα των ημιαγωγών από την ανάπτυξη της Εικονικής Νοημοσύνης, η υπεραπόδοση των μετοχών αξίας ελέω αποπληθωρισμού, μία αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, η «πράσινη ενέργεια» που χάνει την αίγλη της, η κατάρρευση της ESKOM (η… ΔΕΗ της Ν. Αφρικής), η επιβολή φόρων 25% στα έσοδα αμερικανικών επιχειρήσεων, η κατάρρευση της Σουηδίας μετά την εκρηκτική αύξηση στις δημόσιες δαπάνες, η νίκη των Δημοκρατικών σε Λευκό Οίκο, Βουλή των Αντιπροσώπων και Γερουσία, η Ουγγαρία να εγκαταλείπει την ΕΕ και η Ασία να λανσάρει ψηφιακό νόμισμα.