Η Μόνικα Μπελούτσι επιστρέφει στην Ελλάδα μετά την αναβολή της πολυαναμενόμενης εμφάνισης της στην Αθήνα στις 21, 22 και 23 Σεπτεμβρίου για να ερμηνεύει επιστολές και αναμνήσεις της Μαρία Κάλλας και να σαγηνεύσει και τους Έλληνες θεατές στην πρώτη της θεατρική εμφάνιση, υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Τομ Βολφ.
Μια μετάκληση που εξασφάλισε για το ελληνικό κοινό ο πολιτιστικός οργανισμός «Λυκόφως» του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου και που ήδη έχει τύχει της θερμής ανταπόκρισης του Γαλλικού κοινού που είδε από κοντά την Μόνικα Μπελούτσι να μεταμορφώνεται σε Κάλλας στο θέατρο Marignly, μια παράσταση που συνεχίστηκε με μια sold out περιοδεία όπου και αν ανέβηκε.
Επίσης, η παράσταση «Μαρία Κάλλας: επιστολές και αναμνήσεις» βασίζεται στη σχετική έκδοση με τα αδημοσίευτα γράμματα της Κάλλας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Τη Μόνικα Μπελούτσι θα πλαισιώσουν μουσικά οι ήχοι της Καμεράτας-Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής, υπό την διεύθυνση του κορυφαίου Έλληνα μαέστρου, Γιώργου Πέτρου και η ίδια υπόσχεται ότι θα μας ταξιδέψει σε όλη τη ζωή και την καριέρα της μεγάλης ντίβας-από την παιδική ηλικία στη Νέα Υόρκη έως την εποχή του μεγάλου της έρωτα για τον Αριστοτέλη Ωνάση που, όπως δηλώνει «ήταν αυτός που τελικά την καθόρισε και την εξόντωσε».
Μεταφυσικές ταυτίσεις
Εξάλλου η Μπελούτσι δεν έχει πάψει όλο αυτόν τον καιρό να εντρυφά ακόμα περισσότερο στη μοιραία σχέση με τον Ωνάση, που καθόρισε και συνέτριψε την Κάλλας, αναζητώντας επιπλέον αρχειακό υλικό, ψάχνοντας σε διάφορες ανέκδοτες επιστολές που περιλαμβάνονται και στην έκδοση, θέτοντας και η ίδια ερωτήματα για το τι ήταν αυτό που έκανε μια τόσο δυναμική και πετυχημένη γυναίκα, να συντριβεί από την ισχύ ενός άνδρα. Μιλώντας για όλα αυτά, όταν την είχαμε συναντήσει στη σουίτα της στο Χίλτον, πανέμορφη, ερωτική και χειμαρρώδης η Μόνικα μας είχε παραθέσει μια σειρά από τους λόγους που ταυτίζεται με τη μεσογειακή προσωπικότητα της Κάλλας και που την έκανε να αγαπήσει εξίσου με την ίδια την Ελλάδα.
Επιστρέφοντας μάλιστα συχνά στα μέρη μας, στα ίδια όπου πέρασε η κορυφαία ερμηνεύτρια, είχε πολλούς λόγους να σκεφτεί τις μεταφυσικές ταυτίσεις που τη συνδέουν μαζί της. Την ώρα, για παράδειγμα, που κάθησε στα πέτρινα καθίσματα του ρωμαϊκού θεάτρου, κάτω ακριβώς από την Ακρόπολη, για να φωτογραφηθεί για τις ανάγκες της παράστασης, ένιωσε να προσγειώνεται στον λαιμό της μια πεταλούδα. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στο Παρίσι, όταν προσπάθησε να προβάρει τα φορέματα της Μαρίας Κάλλας και συνειδητοποίησε ότι της κάνουν με θαυμαστή ακρίβεια ή όταν κάθισε στους καναπέδες που κάποτε δέσποζαν στο καθιστικό του σπιτιού της μοιραίας ντίβας, νιώθοντας ότι κάτι από το αίμα της κυλάει στις δικές της φλέβες. Τα λέει και συγκινείται, σχεδόν αλλάζει ο τόνος της φωνής της -και δεν μπορούμε να μην σκεφτούμε ότι ακόμα και τα φορέματα που βλέπουμε να φοράει στην παράσταση ή στις φωτογραφήσεις την κάνουν να μοιάζει σαν σατανική μετενσάρκωση της μοιραίας ντίβας.
«Μα ήταν ο έρωτάς της με τον Ωνάση που τη στοίχειωσε, κακά τα ψέματα ό,τι και να λέμε. Αυτός την εξόντωσε και την καθόρισε» μας δήλωνε με τρόπο κατηγορηματικό η Μπελούτσι, όταν την είχαμε συναντήσει από κοντά στη σουίτα του Χίλτον ξέροντας πως έχει διεισδύσει σε όλες τις πτυχές της ψυχής της σπουδαίας ερμηνεύτριας, στα ημερολόγια και τις επιστολές από όπου εμπνέεται και η παράσταση, την οποία σκηνοθετεί ο Τομ Βολφ, ο οποίος είχε κάνει και σχετική ταινία για τη Μαρία Κάλλας. Πιστεύει πάντως ότι αυτό που την ισοπέδωσε δεν ήταν μόνο ο μεγάλος, εμμονικός έρωτας που έτρεφε για τον Αρίστο της-κάτι που φαίνεται περίτρανα στις επιστολές που του έστελνε- αλλά το ότι δεν κατάφερε να κάνει μαζί του παιδί, κάτι που το ήθελε όσο τίποτα: «Πιστεύω ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο της δράμα» μας λέει η Μπελούτσι. «Άλλωστε το είχε παραδεχθεί και η ίδια. Τη θυμάμαι να λέει σε μια της συνέντευξη ότι μπορεί να είχε τα πάντα, επιτυχία, αναγνώριση, επικοινωνία με τον κόσμο αλλά ότι το πιο τρομερό για εκείνη ήταν ότι δεν έκανε οικογένεια. Είχε επίσης ομολογήσει ότι κατά κάποιο τρόπο ήταν μια ζωή αιχμάλωτη της μοίρας της αφού για την καριέρα της αποφάσισαν αρχικά η μητέρα της και κατόπιν ο άνδρας της ενώ για την οικογένεια, που ήταν καθαρά δική της απόφαση, δεν κατάφερε ποτέ να τη διεκδικήσει και να την έχει όπως την ήθελε. Σαν να μην μπορούσε να ξεφύγει πραγματικά από το τραγικό, σχεδόν αρχαιοελληνικό της πεπρωμένο και από τον ίδιο της τον εαυτό-πόσο μάλλον από τη ζωή που είχαν αποφασίσει άλλοι για εκείνη. Απόδειξη το τραγικό της τέλος αφού πέθανε ακριβώς όπως οι ηρωίδες που ερμήνευε στη σκηνή».
Σε αντίθεση με την Κάλλας, η Μόνικα Μπελούτσι αποφάσισε να ανατρέψει τη μοίρα της που την ήθελε εγκλωβισμένη σε μια επαρχιακή πόλη της Ιταλίας και να εναντιωθεί στην απόφαση των γονιών της που τη φαντάζονταν νύφη του προύχοντα της περιοχής. Τόλμησε μάλιστα, αν και ένα απλό κορίτσι της επαρχίας, αρχικά να σπουδάσει νομικά, τα οποία άφησε στην πορεία αφού είχε ξεκινήσει ήδη καριέρα στον χώρο της μόδας ως το πολυσυζητημένο πρόσωπο των Dolce & Gabbana, που την έκανε διάσηημη και τη βοήθησε να καλύπτει τα έξοδα της. Ευφυής και ασυμβίβαστη -μιλάει, άλλωστε, άριστα τέσσερις γλώσσες!- κατάφερε να επιβιώσει σε έναν κόσμο όπου τα όμορφα κορίτσια αναλώνονται με συνοπτικές διαδικασίες σε έναν μύλο που ξέρει καλά να πετάει έξω όσες και όσους δεν αντέχουν. Το τσαγανό της Μπελούτσι άντεξε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχασε τη θηλυκότητα ή την ευαισθησία της: «Παραμένω ευαίσθητη ως εκεί που δεν παίρνει, απλώς διαχωρίζω την προσωπική μου ζωή από την επαγγελματική, γιατί άλλο είναι αυτό που φαίνεται η Μπελούτσι και άλλο αυτό που είναι η Μόνικα. Και εδώ είναι που καταλαβαίνω την Κάλλας όταν έλεγε ότι βλέπουν την Κάλλας και όχι τη Μαρία. Στην παράσταση προσπάθησα να τη νιώσω πιο πολύ ως Μαρία παρά ως Κάλλας. Αυτό κατάλαβα, άλλωστε, και όταν διάβασα τις επιστολές της. Μια συγκεκριμένη επιστολή μάλιστα είναι αυτή που με έκανε να πω το «ναι» στον Τομ Βολφ όταν μου πρότεινε τον ρόλο. Ηταν μια επιστολή συντριπτική προς τον Ωνάση».
Διαβάστε περισσότερα στο Πρώτο Θέμα