Μπλόκο στη διαδικασία για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, που βάσει του νόμου πρέπει να ξεκινήσει το τελευταίο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου, προκαλεί η συνεχιζόμενη ανωμαλία που υπάρχει με τη θητεία του Δ.Σ. του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ).
Μια ανωμαλία που ξεκίνησε από τις συνεχείς παρεμβάσεις των δανειστών στο σύστημα μεσολάβησης και διαιτησίας και συνεχίστηκε με την υποβάθμισή του από τη νέα γενιά στελεχών του ΣΕΒ, που κινούνται μακριά από τις παραδόσεις διαλόγου και συλλογικής διαπραγμάτευσης.
Καθώς η θητεία του Δ.Σ., μετά και τις παρατάσεις που είχε πάρει, έληξε στις 31.12.2019, ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί η παράταση είναι είτε να γίνει με νομοθετική διάταξη του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων είτε με πρωτοβουλία και πάλι του υπουργείου να ζητηθεί ο ορισμός νέων εκπροσώπων.
Η νομοθεσία, μετά και την αναβάθμιση των εργοδοτών Βόρειας Ελλάδας από την προηγούμενη κυβέρνηση, ορίζει ότι στο Δ.Σ. του ΟΜΕΔ συμμετέχουν οι εξής: πέντε εκπρόσωποι από τις οργανώσεις των εργοδοτών, τη ΓΣΕΒΕΕ, τον ΣΕΒ, την ΕΣΕΕ, τον ΣΕΤΕ και το ΣΒΕΕ (Βόρειας Ελλάδας), πέντε εκπρόσωποι από την πλευρά της ΓΣΕΕ, συν ένας πρόεδρος του ΟΜΕΔ με τον αναπληρωτή του.
Για την εκλογή του προέδρου απαιτείται ομοφωνία ενώ, σύμφωνα με τον Ν.3899/2010, η θητεία των εκπροσώπων των κοινωνικών εταίρων στον ΟΜΕΔ είναι τριετής με δυνατότητα ανανέωσης μία φορά.
Μόνο μετά τη συγκρότηση του Δ.Σ. θα είναι δυνατή η εκκίνηση των διαβουλεύσεων για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, αφού ο ΟΜΕΔ λειτουργεί σαν τροχονόμος μεταξύ των επιστημονικών φορέων της Τράπεζας της Ελλάδος, του ΚΕΠΕ, της ΕΛΣΤΑΤ και των ινστιτούτων που έχουν οι εργοδοτικοί και εργατικοί φορείς.
Η διαδικασία θα διαρκέσει περίπου 4 μήνες και το τελικό πόρισμα θα αποσταλεί στους υπουργούς Οικονομίας και Εργασίας. Το πόρισμα είναι γνωμοδοτικό για τον υπουργό Εργασίας, που θα εισηγηθεί την τελική πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Εντέλει, η διαδικασία που έχει οριστεί από μνημονιακούς νόμους αναδεικνύεται πιο σύνθετη και θορυβώδης από το ίδιο το αποτέλεσμα, το οποίο έσπευσε χθες να οριοθετήσει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, για την παρουσίαση της ενδιάμεσης έκθεσης της ΤτΕ, τόνισε χαρακτηριστικά ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν είναι κακή, αλλά «τα ποσοστά μεταβολής του μέσου μισθού δεν πρέπει να απέχουν πολύ από τη μεταβολή της παραγωγικότητας».
Μιλώντας για το ίδιο θέμα ο υπουργός Οικονομικών Χρίστος Σταϊκούρας υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση είναι υπέρ της αύξησης του μισθού που να συνδυάζεται με τον ρυθμό της οικονομικής μεγέθυνσης και την παραγωγικότητα της οικονομίας.
Υπενθυμίζεται ότι η Ν.Δ. προεκλογικά είχε δεσμευτεί για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 703 ευρώ εντός της τριετίας. Σημερινά κυβερνητικά στελέχη δεν είχαν κρύψει τη δυσαρέσκειά τους όταν τον Φεβρουάριο του 2019 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%, στα 650 ευρώ, ενώ για τους νέους έως 25 ετών η αύξηση ήταν 27% με ταυτόχρονη κατάργηση του υποκατώτατου μισθού.