Δεν υπάρχει ούτε μία λεπτομέρεια που να αναδείχθηκε στη μακρόχρονη ακροαματική διαδικασία και να μην αξιοποιείται από τον Θανάση Καμπαγιάννη – Αδεια τα έδρανα των συνηγόρων υπεράσπισης, κατάμεστες οι θέσεις του κοινού που παρακολουθεί τον δικηγόρο να δείχνει στους δικαστές τον μονόδρομο της καταδικαστικής κρίσης αναδεικνύοντας τα λογικά άλματα της εισαγγελέως και τις ανακρίβειες της υπεράσπισης – Αύριο το τρίτο και τελευταίο μέρος της αγόρευσής του.
Το υλικό της ογκωδέστατης δικογραφίας, οι καταθέσεις περισσότερων από 200 μαρτύρων κατηγορητηρίου και υπεράσπισης, οι απολογίες 68 κατηγορουμένων και η εισαγγελική πρόταση χωράνε σε μια αγόρευση: του συνηγόρου Πολιτικής Αγωγής Θανάση Καμπαγιάννη, που αξιοποιεί με επιμέλεια το παραμικρό στοιχείο και τεκμηριώνει γιατί η καταδικαστική απόφαση είναι μονόδρομος για τους δικαστές.
Ο δικηγόρος εκπροσωπεί τους Αιγύπτιους αλιεργάτες, που στις 12 Ιουνίου 2012 δέχτηκαν δολοφονική επίθεση από τάγμα εφόδου της Χρυσής Αυγής, την ώρα που κοιμόντουσαν στο σπίτι τους στο Πέραμα. Η εισαγγελέας δέχτηκε ότι οι δράστες είναι χρυσαυγίτες, αλλά πρότεινε η κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας να μετατραπεί σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη, υποστηρίζοντας ότι «αν πράγματι είχαν ανθρωποκτόνο σκοπό, θα τον είχαν υλοποιήσει, καθόσον είχαν όλο το χρονικό περιθώριο και δεν θα αποχωρούσαν από τον τόπο της επίθεσης εγκαταλείποντας αιμόφυρτο τον παθόντα τη στιγμή που τον άκουγαν να καλεί σε βοήθεια»…
«Φανταστείτε ένα σκυλί που πέφτουν πάνω του 10-15 άτομα με λοστάρια σιδερένια και ξύλινα και του χτυπάνε το κεφάλι, την ώρα που κοιμάται. Θα είχαμε καμία αμφιβολία ότι θέλουν να το σκοτώσουν; Και μήπως θα άλλαζε τίποτα στην εκτίμησή μας αν φεύγοντας οι δράστες είχαν ακούσει το ζωντανό να ξεσπάει σε λυγμούς;», ήταν το μόνο σχόλιο που έκανε ο Θ. Καμπαγιάννης για το πρωτότυπο σκεπτικό της εισαγγελικής πρότασης και επέλεξε να επιχειρηματολογήσει επί της ουσίας. Αναφέρθηκε λοιπόν εξονυχιστικά:
● στην προαναγγελία της επίθεσης από τον τότε βουλευτή και περιφερειάρχη Πειραιά Ι. Λαγό
● στη στοχοποίηση των θυμάτων, όπως αποδεικνύεται από δημοσιεύματα της περιόδου
● στην οργανική σχέση των δραστών με τη Χρυσή Αυγή μέσα από έγγραφα, φωτογραφίες, ομιλίες και πληθώρα ντοκουμέντων
● στο κοινό modus operandi με δεκάδες άλλες επιθέσεις της οργάνωσης, για τις οποίες υπάρχουν καταδικαστικές αποφάσεις
● στις καταθέσεις θυμάτων, περίοικων και αστυνομικών και στις εκθέσεις των ιατροδικαστών
● στις αντιφάσεις και τους ισχυρισμούς των κατηγορούμενων
● στην αντίδραση και τις παλινωδίες της ηγεσίας, που αρνήθηκε τους δράστες αλλά δεν τους διέγραψε από τη Χ.Α.
● στο ρατσιστικό κίνητρο του εγκλήματος και στο πώς αυτό αποδεικνύεται.
Για τα τάγματα εφόδου
Για να γίνει αντιληπτή η χειρουργική ακρίβεια με την οποία ο Θ. Καμπαγιάννης αντιμετώπισε τα στοιχεία, αρκεί η αναφορά του στον δικηγόρο Μιλτιάδη Νικολαΐδη, που εμφανίστηκε στη ΓΑΔΑ το βράδυ της επίθεσης, προς υπεράσπιση των συλληφθέντων δραστών. «Δικηγόρος του κατηγορούμενου Ι. Λαγού στο αυτόφωρό του το 2011 για την οπλοφορία, δικηγόρος του χρυσαυγίτη Ηλία Κολιόπουλου που καταδικάστηκε για το σπάσιμο μαγαζιού αλλοδαπού στο πογκρόμ του 2011, δικηγόρος των καταδικασθέντων χρυσαυγιτών Σιατούνη και Στράτου για την επίθεση στο στέκι Αντίπνοια. Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα: Γιατί να ενδιαφέρεται η Χρυσή Αυγή να στείλει δικηγόρο για κάποιους που μεμονωμένα και αυτοτελώς πήγαν και παραλίγο να σκοτώσουν στο ξύλο έναν άνθρωπο που κοιμόταν;», έθεσε το ερώτημα, αποδεικνύοντας την ενδελεχή ενασχόλησή του με κάθε λεπτομέρεια, μαζί και τα ψέματα του Μιχαλολιάκου, όταν έλεγε ότι «δεν ήταν δικοί μας άνθρωποι» οι δράστες.
Εξίσου εξονυχιστικά καταπιάστηκε ο δικηγόρος με τα τάγματα εφόδου της ναζιστικής οργάνωσης, σημειώνοντας ότι «δεν έχει σημασία το σημαίνον», αν θα τα αποκαλούμε ομάδες ασφαλείας/κρούσης ή πολιτοφυλακή ή φάλαγγα, αλλά «το σημαινόμενο», ότι έφερναν εις πέρας την επιχειρησιακή δράση ως πιστή αντιγραφή των ομάδων κρούσης που διατηρούσε το Ναζιστικό Κόμμα της Γερμανίας, «το εγχειρίδιο του οποίου ξεπατίκωσε ο Μιχαλολιάκος».
Ο δικηγόρος ανέγνωσε μία προς μία κάθε αναφορά στις ομάδες ασφαλείας που ακούστηκε εντός του δικαστηρίου, περιέγραψε τις αρμοδιότητές τους, όπως προσδιορίζονται στον Κανονισμό Λειτουργίας, εστίασε στο πλούσιο φωτογραφικό και βιντεοληπτικό υλικό που προέρχεται από τους υπολογιστές των χρυσαυγιτών και στις καταγεγραμμένες συνομιλίες και στα μηνύματά τους και συνέχισε ξεχωριστά με την ομάδα ασφαλείας της Τοπικής Οργάνωσης στη Νίκαια, που σύσσωμη κατηγορείται για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Αλλά τι ισχυρίζεται η Χρυσή Αυγή; Οτι «η ασφάλεια είναι κάποια άτομα εκ των ενόντων που κάθονται στο μπαλκόνι και, αν δουν κάποια απειλή, κλείνουν την πόρτα και καλούν το 100. Και τι χρειάζονται τότε οι στολές παραλλαγής; Οι χωριστοί κατάλογοι; Τα διαβαθμισμένα μηνύματα; Οι ασύρματοι; Τα αλεξίσφαιρα γιλέκα; Οι στρατιωτικές εκπαιδεύσεις; Οι νυχτερινές διαβιώσεις στη Σαλαμίνα; Το έρπινγκ; Τα καπνογόνα για συνθήκες μάχης;», είπε ο Θ. Καμπαγιάννης και εξήγησε ότι «ο μηχανισμός αυτός είναι στη θέση του και πανελλαδικοποιείται ήδη από το 2012», όταν ο Μιχαλολιάκος άνοιγε γραφεία σε όλη τη χώρα και οργανωνόταν μεθοδικά, «και το αξιόποινο είναι η ένταξη και η διεύθυνση αυτού του μηχανισμού».
Η στάση της ηγεσίας
Για να γίνει κατανοητή η σχέση ανάμεσα στις αξιόποινες πράξεις και στην ηγεσία, ο Θ. Καμπαγιάννης ξεκαθάρισε την έννοια του μέλους στη Χρυσή Αυγή που τόσο ταλαιπώρησε την ακροαματική διαδικασία, όταν κάθε κατηγορούμενος έδινε και διαφορετική εκδοχή (άλλος ότι δεν υπάρχουν μέλη αλλά μόνο υποστηρικτές, άλλος ότι μέλη υπήρχαν πριν το 1992, άλλος ότι νιώθει μέλος αλλά δεν γράφτηκε κ.ο.κ.) και σχολίασε ότι μόνο τρεις αποδέχονται την ύπαρξη μελών και έχουν αποχωρήσει και οι τρεις από την οργάνωση (Ν. Μίχος, Χρ. Αλεξόπουλος, Στ. Μπούκουρας).
«Σε τι είδους οργάνωση αντιστοιχεί η άρνηση της ιδιότητας της ύπαρξης του μέλους όταν βρίσκεσαι στους κόλπους της και η παραδοχή της όταν αποχωρείς; Μόνο στη Μαφία ταιριάζει αυτή η περιγραφή», τόνισε και εξήγησε ότι «ο λόγος αυτής της άρνησης είναι γιατί η ηγεσία της Χρυσής Αυγής ξέρει ότι με το ξεκαθάρισμα της ιδιότητας του μέλους είναι δυνατόν να διαγνώσει κανείς με ασφάλεια αν οι εγκληματικές πράξεις τελέστηκαν στα πλαίσια της οργάνωσης, χωρίς να χρειάζεται να ξέρουμε την “εντολή”».