![]()
Δεν υπάρχει δημοσκόπηση που να το λέει καθαρά, αλλά υπάρχει παντού γύρω μας. Στις συζητήσεις στα καφενεία, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα ραδιόφωνα του αυτοκινήτου, στα οικογενειακά τραπέζια. Η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει πια τον εαυτό της. Δεν αντέχει τη φασαρία, την ασάφεια, την ατιμωρησία, το «ό,τι να ’ναι». Και όσο περισσότερο πνίγεται σε αυτή την αίσθηση γενικευμένης αταξίας, τόσο πιο έντονα γεννιέται μια σιωπηλή επιθυμία: να εμφανιστεί κάποιος, οποιοσδήποτε, που θα επιβληθεί. Που θα πει «ως εδώ» και θα το εννοεί.
Το αίτημα αυτό δεν διατυπώνεται ευθέως. Σχεδόν κανείς δε θα σου πει «θέλω αυταρχικό καθεστώς». Ο όρος προκαλεί αμηχανία, ενοχές, ιστορικούς συνειρμούς που κανείς δεν θέλει να κουβαλήσει. Αντί γι’ αυτό, κρύβεται πίσω από πιο εύπεπτες φράσεις: «χάθηκε ο έλεγχος», «δεν υπάρχει κράτος», «παλιά υπήρχε τάξη», «δεν γίνεται ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει». Είναι η ίδια σκέψη, απλώς ντυμένη με ρούχα καθημερινά, κοινωνικά αποδεκτά. Ένα αίτημα για ισχύ, μεταμφιεσμένο σε αγανάκτηση.
Η Ελλάδα ζει εδώ και χρόνια με τη βεβαιότητα ότι τίποτα δεν λειτουργεί όπως πρέπει. Ο νόμος είναι επιλεκτικός, οι κανόνες διαπραγματεύσιμοι, η ευθύνη πάντα κάποιου άλλου. Από την αυθαιρεσία στο πεζοδρόμιο μέχρι τη βία στα πανεπιστήμια, από την παραβατικότητα ανηλίκων μέχρι τη χρόνια αίσθηση ανασφάλειας στον δημόσιο χώρο, το μήνυμα είναι σταθερό: το κράτος είτε απουσιάζει, είτε φοβάται να συγκρουστεί. Και όταν το κράτος δείχνει αδύναμο, η κοινωνία αρχίζει να ονειρεύεται τη δύναμη.
Δεν πρόκειται για ιδεολογική στροφή προς τον αυταρχισμό. Είναι κάτι πιο πεζό και πιο επικίνδυνο: κούραση.
Κούραση από τη διαρκή ανοχή, από την αίσθηση ότι οι «καλοί» είναι μόνιμα οι χαμένοι. Ότι όποιος σέβεται τον κανόνα είναι αφελής και όποιος τον παραβιάζει είναι «μάγκας». Σε αυτό το έδαφος, ο αυταρχισμός δεν εμφανίζεται ως απειλή, αλλά ως λύση ανάγκης. Σαν πικρό φάρμακο που «δεν μας αρέσει, αλλά δεν γίνεται αλλιώς».
Έτσι εξηγείται και η ευκολία με την οποία μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης χειροκροτούν σκληρά μέτρα, αρκεί να μην τα πουν έτσι. Δεν θέλουν «καταστολή», θέλουν «αποκατάσταση της τάξης». Δεν θέλουν «περιορισμό δικαιωμάτων», θέλουν «να τελειώνουμε με την ασυδοσία». Δεν θέλουν «σιδηρά πυγμή», θέλουν «ένα σοβαρό κράτος». Οι λέξεις αλλάζουν, το περιεχόμενο παραμένει κοινό.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η συλλογική επιθυμία δεν συνοδεύεται από μια εξίσου συλλογική ειλικρίνεια. Η κοινωνία θέλει κάποιον να επιβάλει κανόνες, αλλά δεν θέλει να παραδεχτεί το κόστος. Θέλει αυστηρότητα, αλλά μόνο για τους «άλλους». Θέλει τάξη, αλλά χωρίς να αλλάξει η ίδια. Θέλει κράτος, αλλά όχι όταν το κράτος της λέει «όχι». Αυτή η αντίφαση είναι το πιο εύφορο έδαφος για αυθαιρεσία, όχι για πραγματική ευνομία.
Γιατί η τάξη χωρίς κανόνες που ισχύουν για όλους δεν είναι τάξη. Είναι φόβος. Γιατί η επιβολή χωρίς λογοδοσία δεν είναι ασφάλεια. Είναι αυθαιρεσία. Όταν η κοινωνία ζητά «να μπει τάξη» χωρίς να διευκρινίζει πώς, από ποιον και με ποια όρια, τότε ανοίγει τον δρόμο σε πρόχειρες, επικοινωνιακές λύσεις. Σε επιδείξεις ισχύος που καθησυχάζουν στιγμιαία, αλλά δεν λύνουν τίποτα.
Η ελληνική ιστορία το έχει αποδείξει επανειλημμένως. Κάθε φορά που η συζήτηση μετατρέπεται στην κραυγή του «φτάνει πια», κάποιος σπεύδει να υποσχεθεί εύκολες απαντήσεις. Λίγη περισσότερη αστυνομία εδώ, λίγη περισσότερη αυστηρότητα παραπέρα, λίγη λιγότερη ανοχή παντού. Και για λίγο, η κοινωνία ανακουφίζεται. Νιώθει ότι «κάτι γίνεται». Μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ μόνο η έλλειψη σκληρότητας, αλλά η απουσία συνέπειας, δικαιοσύνης και εμπιστοσύνης.
Το πιο ανησυχητικό δεν είναι ότι η κοινωνία θέλει τάξη. Αυτό είναι απολύτως θεμιτό. Το ανησυχητικό είναι ότι τη θέλει χωρίς να τη συζητήσει, χωρίς να τη ορίσει, χωρίς να την αναλάβει. Τη θέλει ως ανάθεση: «ας βρεθεί κάποιος να καθαρίσει». Κι όταν η δημοκρατία μετατρέπεται σε ανάθεση ευθύνης σε «ισχυρούς», τότε παύει να είναι ζωντανή διαδικασία και γίνεται απλώς διαχείριση θυμού.
Ίσως λοιπόν το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν η ελληνική κοινωνία θέλει αυταρχισμό. Το θέλει ήδη, σε δόσεις, με άλλο όνομα. Το ερώτημα είναι αν έχει το θάρρος να παραδεχτεί τι ακριβώς ζητά, αλλά και αν είναι έτοιμη να ζήσει με τις συνέπειες. Γιατί η τάξη που επιβάλλεται χωρίς συμφωνία και χωρίς όρια δεν αργεί ποτέ να στραφεί εναντίον αυτών που την χειροκρότησαν πρώτοι.







































