ΣτΕ: Παρέμβαση για το ξενοδοχείο Coco-Mat – Στο μικροσκόπιο η καθυστέρηση κατεδάφισης κοντά στην Ακρόπολη

ΣτΕ: Παρέμβαση για το ξενοδοχείο Coco-Mat – Στο μικροσκόπιο η καθυστέρηση κατεδάφισης κοντά στην Ακρόπολη

ΣτΕ: Παρέμβαση για το ξενοδοχείο Coco-Mat – Στο μικροσκόπιο η καθυστέρηση κατεδάφισης κοντά στην Ακρόπολη

Το Συμβούλιο της Επικρατείας επεμβαίνει εκ νέου στην υπόθεση του ξενοδοχείου Coco-Mat, το οποίο βρίσκεται στη σκιά της Ακρόπολης, ζητώντας εξηγήσεις για την καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης κατεδάφισης. Παρά την τελεσίδικη κρίση της Δικαιοσύνης ότι το κτίσμα παραβιάζει τους όρους προστασίας του αρχαιολογικού τοπίου, η υπόθεση παραμένει στάσιμη, προκαλώντας αντιδράσεις για την αδράνεια των αρμόδιων υπηρεσιών και την αλλοίωση της εικόνας του ιστορικού μνημείου.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) δημοσίευσε την Τρίτη (04.11.2025) νέο πρακτικό μη συμμόρφωσης προς την απόφαση που είχε εκδώσει το 2019, η οποία προέβλεπε την κατεδάφιση των τριών τελευταίων ορόφων του δεκαώροφου ξενοδοχείου Coco-Mat που βρίσκεται εντός της προστατευόμενης αρχαιολογικής ζώνης του Μακρυγιάννη, στους πρόποδες της Ακρόπολης.

Τότε, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε κρίνει ότι η οικοδομική άδεια του ξενοδοχείου Coco-Mat παραβίαζε τα όρια ύψους της περιοχής και προκαλούσε βλάβη στο μνημείο της Ακρόπολης.

Η αρχική άδεια είχε επιτρέψει την ανέγερση κτιρίου ύψους 33 μέτρων, με τρία υπόγεια, φυτεμένο δώμα και υπαίθρια πισίνα. Σύμφωνα με την απόφαση, έπρεπε να κατεδαφιστούν ο μισός 6ος όροφος, καθώς και ολόκληροι οι 8ος, 9ος και 10ος όροφοι, ώστε το κτίριο να είναι συμβατό με τη νομοθεσία.

Πρόστιμο στο Δημόσιο για αδράνεια

Κατόπιν προσφυγής τεσσάρων κατοίκων της περιοχής Μακρυγιάννη – Κουκακίου, το ΣτΕ έκρινε ότι η διοίκηση δεν έχει ακόμη συμμορφωθεί με την απόφαση του 2019. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να επιβάλει χρηματική αποζημίωση εις βάρος του Δημοσίου, η οποία θα καταβληθεί στους κατοίκους που υπέβαλαν την αίτηση, λόγω της ζημίας που υπέστησαν και της αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην εκτέλεση της απόφασης.

Η υπόθεση αναδεικνύει για ακόμη μία φορά τη βραδύτητα της διοικητικής διαδικασίας στην Ελλάδα, ακόμη και όταν διακυβεύεται η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Αθήνας.