![]()
Ο έρωτας. Η λέξη που γεμίζει τραγούδια, θεραπεύει πληγές, ανοίγει άλλες τόσες, και στέκει επί αιώνες ως το πιο παρεξηγημένο ανθρώπινο συναίσθημα. Τον υμνούμε, τον κυνηγάμε, τον φοβόμαστε, σπανίως όμως τον κατανοούμε. Γιατί, λοιπόν, ερωτευόμαστε; Μας οδηγεί η βιολογία μας; Η ψυχική μας ανάγκη; Ή μήπως είμαστε άθελά μας θύματα ενός κοινωνικού προγραμματισμού που μάθαμε να αποκαλούμε «μοίρα»;
Η βιοχημεία: ο αόρατος σκηνοθέτης
Οι επιστήμονες θα μας πουν ότι ο έρωτας δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κοκτέιλ χημικών ουσιών. Ντοπαμίνη, σεροτονίνη, ωκυτοκίνη και αδρεναλίνη: οι αλχημιστές της καρδιάς. Η ντοπαμίνη μας κάνει να πετάμε. Η αδρεναλίνη ανεβάζει παλμούς. Η ωκυτοκίνη μας δένει. Αν το δούμε ψυχρά, ο έρωτας μοιάζει περισσότερο με καλοκουρδισμένο εργαστηριακό πείραμα παρά με ποιητική υπόσχεση.
Κι όμως, όσο κι αν οι χημικές ουσίες εξηγούν το πώς νιώθουμε, δεν αγγίζουν το γιατί. Γιατί το συγκεκριμένο βλέμμα και όχι το διπλανό; Γιατί η αγκαλιά του ενός γίνεται καταφύγιο ενώ του άλλου όχι; Γιατί, πολύ απλά, η βιολογία δίνει το καύσιμο για το ταξίδι, αλλά δεν επιλέγει τον προορισμό.
Η ανάγκη και ο κοινωνικός προγραμματισμός: η ανεπίσημη θρησκεία του σύγχρονου ανθρώπου και το “πρέπει” που ντύθηκε με ρομαντισμό
Ο έρωτας δεν είναι μόνο βιολογία. Είναι και ανάγκη. Ανάγκη για σύνδεση, για αποδοχή, για να νιώσουμε ότι κάποιος μας βλέπει πέρα από τις άμυνές μας. Πολλές φορές, αυτό που αποκαλούμε «κεραυνοβόλο έρωτα» είναι μια συνάντηση δύο προσωπικών κενών που ταιριάζουν τέλεια. Και όσο κι αν δεν θέλουμε να το ομολογήσουμε, ο έρωτας γεννιέται συνήθως από ανάγκη, όχι από λογική.
Από μικροί μαθαίνουμε ότι ο έρωτας είναι αναπόφευκτος. Ότι χωρίς αυτόν είμαστε μισοί. Ότι ο σωστός άνθρωπος «θα εμφανιστεί». Ολόκληρη η κουλτούρα μας χτίζει μια αφήγηση όπου ο ρομαντισμός είναι σχεδόν κοινωνικό καθήκον. Συχνά, λοιπόν, δεν ερωτευόμαστε μόνο επειδή το νιώθουμε, αλλά επειδή έχουμε προγραμματιστεί να το θέλουμε.
Οι μεγάλοι, αληθινοί έρωτες των “αταίριαστων” ανθρώπων
Κι όμως, μέσα σε όλο αυτό το χάος ορμονών, φόβων και κοινωνικών στερεοτύπων, υπάρχει μια κατηγορία έρωτα που λειτουργεί σαν χαστούκι στην κοινή λογική: οι έρωτες των αταίριαστων. Των ανθρώπων που, θεωρητικά, δεν θα έπρεπε ποτέ να ερωτευτούν, και όμως το κάνουν με τρόπο απόλυτο, σχεδόν επαναστατικό.
Είναι εκείνοι που δεν μοιράζονται τίποτα. Ούτε χόμπι, ούτε ρυθμούς, ούτε φιλοσοφία ζωής. Που μοιάζουν σαν δυο κομμάτια από εντελώς διαφορετικά παζλ, και παρ’ όλα αυτά εφαρμόζουν τέλεια όταν συναντηθούν. Είναι το είδος του έρωτα που δεν μπορείς να εξηγήσεις σε φίλους, γιατί οι φίλοι έχουν μάθει να σκέφτονται με κανόνες. Και αυτός ο έρωτας λειτουργεί χωρίς κανέναν.
Οι αταίριαστοι έρωτες δεν πατάνε σε λογική. Πατάνε σε ηλεκτρισμό. Είναι ωμοί, αναπάντεχοι, αντιφατικοί, και ίσως γι’ αυτό τόσο αληθινοί. Δεν προσπαθούν να πείσουν κανέναν πως είναι “σωστοί”. Δεν προσποιούνται αρμονία. Δεν κατακτούν έδαφος με επιχειρήματα, αλλά με μια παράξενη, ανεξήγητη έλξη που κάνει όλες τις αντίθετες δυνάμεις να μαγνητίζονται αντί να αποκρούονται.
Είναι ο έρωτας του «Δεν θα έπρεπε, αλλά δεν μπορώ αλλιώς».
Του «Δεν ταιριάζουμε, αλλά είναι η ζωή μου όλη».
Του «Είμαστε δύο κόσμοι που συγκρούονται, κι έτσι συναντιούνται».
Αυτοί οι έρωτες, όσο παράλογοι κι αν είναι, έχουν ένα ύπουλο πλεονέκτημα: δεν βασίζονται σε φαντασιώσεις ομοιότητας. Βασίζονται σε αλήθειες. Ξεγυμνώνουν. Σπάνε άμυνες. Καταργούν επιχειρήματα. Και τελικά, λειτουργούν. Όχι επειδή είναι εύκολοι. Κάθε άλλο! Αλλά επειδή είναι αυθεντικοί.
Κι αν ο έρωτας δεν εξηγείται, αλλά βιώνεται;
Ίσως το πραγματικά ριζοσπαστικό σήμερα να μην είναι να ερωτευτείς παράφορα, αλλά να ερωτευτείς συνειδητά. Να ξέρεις πότε σε κινεί η χημεία, πότε η ανάγκη και πότε μια αφήγηση που δεν σου ανήκει. Και κάπου εκεί, στη στιγμή της διαύγειας, ίσως ανακαλύψεις την πιο απλή και βαθιά αλήθεια:
Ερωτευόμαστε γιατί είμαστε άνθρωποι.
Με όλη μας την ασυνέπεια, τα σκοτεινά μας σημεία και τις φωτεινές μας αντιφάσεις.
Και αυτή, τελικά, είναι ίσως η πιο ρομαντική εξήγηση απ’ όλες.








































