![]()
Αν θέλει κανείς να κατανοήσει τη βαθύτερη παθογένεια, αλλά και τη γοητεία της σύγχρονης Ελλάδας, δεν χρειάζεται να ανατρέξει στα πρακτικά της Βουλής, ούτε στις μακροοικονομικές αναλύσεις της Eurostat. Αρκεί να σηκώσει το κεφάλι και να κοιτάξει ψηλά, σε έναν τυχαίο δρόμο της Κυψέλης, του Παγκρατίου ή της Τούμπας. Εκεί, κρεμασμένη στο κενό μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, βρίσκεται η απάντηση: το ελληνικό μπαλκόνι.
Η ελληνική πολυκατοικία, αυτό το τέκνο της αντιπαροχής που γεννήθηκε βίαια τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, δεν υπήρξε ποτέ απλώς μια λύση στέγασης. Ήταν, και παραμένει, ένα ανελέητο κοινωνικό πείραμα. Ένας μηχανισμός που δεν στοίβαξε απλώς τσιμέντο, αλλά διαμόρφωσε τον ανθρωπολογικό τύπο του Νεοέλληνα, επιβάλλοντας μια υποχρεωτική, ασφυκτική συμβίωση.
Η κατάργηση της ιδιωτικότητας ως «Πολιτισμικό Σοκ»
Στην Ευρώπη, το σπίτι είναι φρούριο. Στην Ελλάδα, το διαμέρισμα είναι σουρωτήρι. Οι τοίχοι των πολυκατοικιών μας είναι χάρτινοι, όχι από οικονομία υλικών, αλλά λες και σχεδιάστηκαν για να υπηρετήσουν μια διαστρεβλωμένη ανάγκη συλλογικής ύπαρξης. Ξέρουμε πότε ο γείτονας κάνει μπάνιο, πότε μαλώνει με τη γυναίκα του, τι βλέπει στην τηλεόραση και πότε τραβάει το καζανάκι.
Αυτή η απουσία ηχητικής και οπτικής μόνωσης δημιούργησε μια κοινωνία χωρίς μυστικά. Ο Έλληνας δεν έμαθε ποτέ να σέβεται τα όρια του άλλου, διότι αρχιτεκτονικά αυτά τα όρια δεν υπήρξαν ποτέ. Η έννοια του «privacy» παραμένει αμετάφραστη στην ελληνική πραγματικότητα, όχι μόνο γλωσσικά αλλά και βιωματικά. Ζούμε σε μια διαρκή ακουστική ωσμώση, όπου η αδιακρισία βαφτίζεται ενδιαφέρον και η παραβίαση της ησυχίας, δικαίωμα.
Το Μπαλκόνι: Η Σκηνή και το Πανοπτικόν
Όμως, το πραγματικό θέατρο του παραλόγου παίζεται στο μπαλκόνι. Σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο, ο μικροαστός Έλληνας στήνει την παράστασή του. Το μπαλκόνι είναι η βιτρίνα της επιτυχίας του (ή και της αποτυχίας του). Είναι ο χώρος όπου το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο θέαμα.
Εδώ λειτουργεί αυτό που ο Φουκώ θα ονόμαζε «Πανοπτικόν της Γειτονιάς». Στην ελληνική πολυκατοικία, δεν σε παρακολουθεί κάποιος κεντρικός φρουρός. Σε παρακολουθούν όλοι. Η ηλικιωμένη κυρία στον τρίτο δεν είναι απλώς μια συνταξιούχος, αλλά το άτυπο CNN TV της γειτονιάς. Καταγράφει αφίξεις, αναχωρήσεις, παράνομες σχέσεις και delivery.
Αυτός ο διαρκής έλεγχος διαμόρφωσε έναν πολίτη βαθιά υποκριτή. Έναν πολίτη που ζει με τον φόβο του «τι θα πει ο κόσμος» (δηλαδή οι απέναντι), ενώ ταυτόχρονα παλεύει να επιδείξει την υποτιθέμενη ευμάρειά του μέσω της τέντας, της γλάστρας και του επίπλου βεράντας. Το μπαλκόνι είναι το Facebook πριν το Facebook: μια επιμελημένη εκδοχή της πραγματικότητας προς τέρψιν και φθόνο του κοινού.
Η «κάθετη» ταξική πάλη
Η κοινωνιολογία της πολυκατοικίας είναι και βαθιά ταξική, αλλά με έναν τρόπο οριζόντια δημοκρατικό που κατέληξε εφιάλτης. Στην ίδια είσοδο μπαινόβγαιναν για δεκαετίες ο δικηγόρος του 5ου (ρετιρέ), ο δάσκαλος του 3ου και ο θυρωρός του ημιυπογείου. Ήταν η απόλυτη κοινωνική μίξη.
Σήμερα, αυτή η μίξη έχει μετατραπεί σε πόλεμο χαρακωμάτων. Οι συνελεύσεις των πολυκατοικιών είναι η μικρογραφία του ελληνικού Κοινοβουλίου: φωνές, παράλογες απαιτήσεις, αδυναμία συνεννόησης για τα αυτονόητα (κοινόχρηστα/θέρμανση) και τελικά, η απόλυτη επικράτηση του ατομικισμού.
«Δεν πληρώνω για το ασανσέρ αφού μένω στον πρώτο». Μια φράση που συνοψίζει την πολιτική παιδεία ενός ολόκληρου λαού. Η αδυναμία μας να διαχειριστούμε από κοινού μια πολυκατοικία 15 διαμερισμάτων εξηγεί, ίσως καλύτερα από κάθε πολιτικό αναλυτή, την αδυναμία μας να διαχειριστούμε τη χώρα.
Η αισθητική της αναρχίας
Και τέλος, η αισθητική. Κοιτάξτε μια πρόσοψη πολυκατοικίας. Είναι ένας καμβάς αναρχίας. Κάθε ιδιοκτήτης έχει κλείσει αυθαίρετα τον ημιυπαίθριο, έχει βάψει τα κάγκελα άλλο χρώμα, έχει βάλει διαφορετική τέντα. Είναι η αποθέωση του «εγώ» εις βάρος του «εμείς». Η ομοιομορφία θεωρείται καταπίεση, η ασχήμια βαφτίζεται προσωπικό γούστο.
Η ελληνική πολυκατοικία μας δίδαξε ότι ο δημόσιος χώρος (η όψη του κτιρίου, το πεζοδρόμιο) δεν ανήκει σε κανέναν, άρα μπορούμε να τον βιάζουμε κατά το δοκούν. Μας έμαθε ότι οι κανόνες είναι για τους άλλους. Μας έμαθε να ανεχόμαστε την ασχήμια μέχρι να μην την βλέπουμε πια.
Και τέλος, οι φυλακισμένοι της θέας…
Σήμερα, καθώς οι πόλεις μας «εξευγενίζονται» και το Airbnb μετατρέπει τις παλιές πολυκατοικίες σε ξενοδοχεία διερχομένων, ο παραδοσιακός ιστός διαρρηγνύεται. Όμως το DNA της πολυκατοικίας έχει ήδη περάσει στο αίμα μας. Είμαστε παιδιά του φωταγωγού και του μωσαϊκού.
Ίσως τελικά, η ελληνική κρίση να μην ήταν οικονομική, αλλά στεγαστική με την ευρύτερη έννοια. Στριμωχτήκαμε τόσο πολύ ο ένας πάνω στον άλλον, που ξεχάσαμε πώς να κοιτάμε μακριά, πέρα από την μπουγάδα της απέναντι. Και όσο η ζωή μας περιορίζεται στα τετραγωνικά ενός μπαλκονιού, η οπτική μας για τον κόσμο θα παραμένει, δυστυχώς, εξίσου στενή.





































