Καταδικάστηκε, αλλά ένα δικονομικό λάθος του δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τον νέο Ποινικό Κώδικα, οδήγησε τους Αρεοπαγίτες στο να αναιρέσουν την καταδικαστική απόφαση και να αναπέμψουν την υπόθεση σε νέα δίκη
Αποπέμφθηκε από το Aστυνομικό Σώμα και καταδικάστηκε αλλά μια δικονομική παράλειψη του δικαστηρίου που τον δίκασε αναγκαστικά οδήγησε τους αρεοπαγίτες να αναπέμψουν την υπόθεση για νέα κρίση στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών.
Ο υπαστυνόμος Β’ της Υποδιεύθυνσης Μέτρων Τάξης Αττικής κατά το οκτάμηνο του Ιουνίου 2013 έως τον Φεβρουάριο του 2014 διοργάνωνε κάθε Παρασκευή και Σάββατο πάρτυ και εκδηλώσεις σε διάφορα κλαμπ, κέντρα, καφετέριες της Αττικής, στη Γλυφάδα, στο Νέο Ηράκλειο, στο Γκάζι και αλλού. Μέσα από το Facebook, είτε από τον προσωπικό του λογαριασμό, είτε σε λογαριασμό που διατηρούσαν τα ίδια τα καταστήματα, αλλά και στο διαχειριζόμενο -από τον ίδιο- προφίλ που έφερε την ονομασία «Πάρτυ» διαφήμισε τη διεξαγωγή των εκδηλώσεων αυτών, το κατάστημα όπου θα γίνονταν κ.λπ.
Η αμοιβή του για τη διοργάνωση των πάρτυ ανερχόταν σε ποσοστό 25% επί των καταναλούμενων προϊόντων (ποτά, αναψυκτικά κ.λπ.) και τα συνολικά εβδομαδιαία εισοδήματά του έφταναν από τα 1.500 έως τα 2.000 ευρώ.
Στο πλαίσιο αστυνομικής επιχείρησης τις πρώτες πρωινές ώρες, συνελήφθη ο υπαστυνόμος, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης που είχε διοργανώσει σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος στο Νέο Ηράκλειο.
Από τον έλεγχο που έγινε στο κατάστημα διαπιστώθηκαν διάφορες παραβάσεις, όπως στέρηση αδείας για τη χρήση μουσικής η οποία σχετίζεται με τα πνευματικά δικαιώματα, καθώς και παραβάσεις υγειονομικών διατάξεων (στέρηση άδειας εργασίας αλλοδαπών, έλλειψη υγειονομικών πιστοποιητικών – βιβλιαρίων, παραβάσεις των όρων λειτουργίας καταστήματος, υγειονομικά πιστοποιητικά, βιβλιάρια υγείας κ.λπ.).
Στο πλαίσιο αυτό, για τα επίμαχα αδικήματα και της παράβασης της νομοθεσίας περί όπλων συνελήφθησαν οι υπεύθυνοι του καταστήματος (ο ένας αλβανικής υπηκοότητας), καθώς επίσης εννέα άτομα που απασχολούνταν στο κατάστημα (πέντε Ελληνες και τέσσερις αλλοδαπές γυναίκες).
Από τα πειθαρχικά όργανα της ΕΛ.ΑΣ., πλέον των άλλων, του καταλογίστηκε ότι ενώ γνώριζε ότι στο συγκεκριμένο κατάστημα στο Ν. Ηράκλειο εργάζονταν παράνομα αλλοδαποί που δεν είχαν τα αναγκαία υγειονομικά έγγραφα, παρ’ όλα αυτά, δεν έπραξε ως όφειλε τα νόμιμα ως αστυνομικός.
Ο υπαστυνόμος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Υποστήριξε ότι έκανε απόπειρα για εργασίας προκειμένου να αντιμετωπίσει τα έξοδα και τις ανάγκες του ίδιου και της οικογένειάς του. Σε άλλο σημείο επισήμανε: «Η εργασία του νέου στερούμενου ανθρώπου, έστω και χωρίς τις αναγκαίες διατυπώσεις, σε καμία περίπτωση δεν προκαλεί βλάβη ή κίνδυνο, σε κανένα πρόσωπο ή δημόσιο αγαθό. Το αντίθετο μάλιστα. Ούτε οι αξίες, το γόητρο ή το κύρος της Αστυνομίας βλάφθηκε».
Αντίθετα, συνέχισε, «έχω πληγεί τόσο σοβαρά ώστε η επιβολή επιπλέον ποινής να εμφανίζεται δυσανάλογα επαχθής. Εξαιτίας της ποινικής δίωξης, διακόπηκε εντελώς η επαγγελματική μου σταδιοδρομία. Στερούμαι τo επάγγελμα για το οποίο σπούδασα. Και το οποίο αγαπώ. Στερούμαι πλήρως οικονομικών μέσων, εκ της απώλειας του μισθού μου. Είμαι πένης. Η τιμή και υπόληψη μου, τρώθηκε βάναυσα. Η υγεία μου, ψυχική και σωματική, κλονίστηκε. Εφτασα στα όρια κατάρρευσης. Εμφανίζω έντονο μετατραυματικό στρες, κατάθλιψη, μελαγχολία κ.λπ.». Και κατέληξε ότι υπέβαλε αίτημα μη επιβολής ποινής («άφεσης της ποινής, που του επιβλήθηκε»), σύμφωνα με το νέο άρθρο 104Β του νέου Ποινικού Κώδικα που ισχύει από την 1η Ιουλίου 2019.
Η νέα διάταξη του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ των άλλων, προβλέπει ότι το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν αυτός έχει πληγεί τόσο σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ώστε η επιβολή της ποινής να εμφανίζεται πλέον δυσανάλογα επαχθής ή η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαίτερα μικρής βαρύτητας κ.λπ.
Ωστόσο, κατά την ακροαματική διαδικασία στο Πλημμελειοδικείο, από τον διευθύνοντα τη δίκη δεν δόθηκε ο λόγος στον εισαγγελέα της έδρας να προτείνει επί του αιτήματος του υπαστυνόμου για μη επιβολή ποινής, σύμφωνα με τη νέα ποινική διάταξη, και το δικαστήριο διέκοψε και μπήκε σε διάσκεψη.
Οι δικαστές επανήλθαν στην έδρα και αποφάσισαν ότι το αίτημα του αστυνομικού «για δικαστική άφεση της ποινής του πρέπει να απορριφθεί, καθώς τόσο η πράξη του, όσο και η βλάβη που προκλήθηκε από την πράξη του δεν ήταν μικρής βαρύτητας και απαξίας, καθώς η εντύπωση που προκαλεί ένας αστυνομικός που ασκεί και επιχειρηματική, ουσιαστικά, δραστηριότητα στο κοινωνικό σύνολο είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου εξαιρετικά δυσμενής, καθώς δημιουργεί αρνητική εικόνα για όλους τους αστυνομικούς υπαλλήλους και τραυματίζει το αίσθημα ασφάλειας που νιώθουν».
Στη συνέχεια ο υπαστυνόμος άσκησε αναίρεση στον Aρειο Πάγο. Το Ζ’ Ποινικό Τμήμα αναίρεσε την καταδικαστική απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση, καθώς ο εισαγγελέας της έδρας δεν πρότεινε στο δικαστήριο επί του αιτήματος μη επιβολής ποινής, «με αποτέλεσμα να υφίσταται απόλυτη ακυρότητα της απόφασης του Πλημμελειοδικείου».