Ένας αληθινός Μάγκας – (Παρουσίαση της παράστασης “Ο μάγκας” της Πηνελόπης Δέλτα)       

Η λέξη «στιγμή» έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα στο λεξιλόγιο μας. Είναι εκείνο το χρονικό σημείο που ο χωροχρόνος μεταμφιέζεται σε κάτι αιώνιο για εμάς. Παγώνει. Φυλακίζεται μέσα μας αντί να φυλακιστούμε εμείς σε αυτόν. Δραπετεύει από τη φθαρτότητα της φύσης μας παύει να είναι ο εχθρός που όλοι φοβόμαστε.Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που είναι αναντικατάστατες. Άλλοτε στιβαρές και δύσκολες και άλλοτε γεμάτες χαρά. Όπως λέει ένα παραδοσιακό τραγούδι της Κρήτης, σε στίχους Γιάννη Δερμιτζάκη «Μέσα στον πόνο ειν`η χαρά, μες στη χαρά ο πόνος». Το Γιν και το Γιανγκ των Κινέζων.

Μια έντονη στιγμή χαράς έμελλε να ζήσω ανήμερα της Τσικνοπέμπτης. Όχι δεν ήταν επειδή θα έτρωγα παϊδάκια προβατίνα (το λέω δημοσίως πως δεν μου αρέσει η προβατίνα κι ας έχουμε ταβέρνα), ούτε επειδή θα έβγαινα για να «τσικνίσουμε». Ήταν γιατί θα πήγαινα να δω μια παιδική θεατρική παράσταση. Το θέατρο όπως ξέρουν όλοι είναι κάτι πολύ ξεχωριστό για εμένα. Είναι κομμάτι του «είναι» μου, κομμάτι της φύσης μου.

Σήμερα μέσα από αυτές τις γραμμές θα ήθελα να σας μιλήσω για την παράσταση «Ο Μάγκας» της Πηνελόπης Δέλτα στο Δημοτικό Θέατρο Λαμίας.

Δεν είναι της ιδεολογίας μου να γράψω κριτική. Η λέξη «κριτική θεάτρου» ή «κριτικός τέχνης» για εμένα είναι προσβλητική για τον απλούστατο λόγο πως ο καθένας έχει το γούστο του. Ποιος είμαι εγώ που θα πάρω το ρόλο ενός δικαστή και θα αρχίσω να αραδιάζω σκέψεις οι οποίες στο κάτω-κάτω μπορεί να είναι επηρεασμένες από συναισθηματική φόρτιση; Και οι ηθοποιοί που ξημερωβραδιαζονται στις πρόβες για να παρουσιάσουν την ψυχή τους;

Για αυτό λοιπόν δεν χρησιμοποιώ την λέξη κριτική. Μου κάνει κάτι σαν αυθεντία που ανά πάσα στιγμή οφείλουμε να είμαστε υπόλογοι. Δεν έχω κάτι προσωπικό με κανέναν απλώς εμένα δεν μου κάθεται καλά σαν έκφραση. Με ενοχλεί! Χάνεται η μαγεία και όπως λέει και ο Τένεσι Ουίλιαμς στο Λεωφορείο ο Πόθος «Δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία».

Στην τέχνη υπάρχει το αισθητικό και το αντιαισθητικό και το αποτέλεσμα που παρακολούθησα ήταν αισθητικά άρτιο. Οπότε για εμένα το παρόν κείμενο είναι παρουσίαση της παράστασης.  Θα σας μιλήσω για αυτό που είδα.

 

Σκηνοθεσία

Η παράσταση είναι δημιούργημα της κυρίας Αθανασίας Καλογιάννη και λέω δημιούργημα γιατί όταν κάτι αποτελεί έμπνευση είναι δημιουργία. Η παράσταση ανήκει στην κατηγορία του family theatre. Σαν κοινωνία μας ταλανίζουν διάφορα προβλήματα και παραστάσεις τέτοιου είδους φέρνουν κοντά τόσο την οικογένεια. Τους ανθρώπους του συνόλου. Οι ηθοποιοί αγκαλιάζουν τους θεατές. Πολύ πετυχημένο και έξυπνο το γεγονός πως οι ηθοποιοί κατεβαίνουν από τη σκηνή και αλληλεπιδρούν με τους θεατές στην σκηνή που ο μάγκας εξαφανίζεται. Μου άρεσε που για λίγο «παίξαμε» μεταξύ μας.

Η παράσταση είναι ευφάνταστη και με σεβασμό απέναντι στο θαύμα της λογοτεχνίας. Εξάλλου η δεξιοτεχνία της κυρίας Καλογιάννη έχει φανεί και σε άλλες παραστάσεις της όπως η καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά της Χάριετ Μπίτσερ Στόου (2019), τις Μικρές Κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ (2017), Με Οικογένεια του Έκτωρ Μαλό (2018) και Ο Θησαυρός της Βαγίας της Ζωρζ Σαρρή (2022).

Αν παρακολουθήσει κανείς τις παραστάσεις της θα καταλάβει γιατί και ο Μάγκας είναι ένα άρτια πετυχημένο αποτέλεσμα. Ο σεβασμός της κυρίας Καλογιάννη απέναντι στην μεταφορά των βιβλίων αποδεικνύει έναν άνθρωπο με οξυδέρκεια και ποιοτική θεατρική σκέψη. Κάπως έτσι κρατιέται και το θέατρο σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο.

Η διαφορά ανάμεσα στους σκηνοθέτες είναι η ωριμότητα που προσεγγίζουν το καθετί και η κυρία Καλογιάννη έχει προσεγγίσει με τρυφερότητα και ωριμότητα το έργο. Τα μηνύματα είναι απλά, ξεκάθαρα και όχι συγκεχυμένα. Δεν διαστρεβλώνονται ούτε παραποιούνται οι εικόνες και τα διδάγματα του έργου και σε καμία περίπτωση δεν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις για το τι θέλει να πει. Η ιστορία είναι κάτι που οφείλουμε να σεβόμαστε και η κυρία Καλογιάννη απέδωσε το έργο όπως θα έπρεπε.

Οι λεπτομέρειες προσεγμένες. Σωστοί χρόνοι και χωρίς πολλές φαμφάρες συμπύκνωσε όλη την υπόθεση του έργου ατόφια μέσα σε λίγη ώρα χωρίς να χάνεται ούτε ένα λεπτό από την υποδομή του έργου. Χαίρομαι όταν οι σκηνοθέτες δεν τραβάνε από τα μαλλιά που λέμε ένα έργο αλλά είναι λακωνικοί και ακριβείς και ξέρουν τι θέλουν να πουν και να κάνουν.

Από εμένα είναι πολλά μεγάλα «ΝΑΙ» στη σειρά κιόλας!

 

Φωτισμοί

Σημαντικό στοιχείο σε κάθε παράσταση είναι και οι φωτισμοί. Ο κύριος Ιωσήφ Τοπολιάν προσέφερε μια νοσταλγική αύρα, μια οικογενειακή ατμόσφαιρα καθώς με διακριτικούς παιχνιδιάρικους τόνους μετέτρεψε το θέατρο σε ένα οικογενειακό σπίτι. Το μάτι του θεατή δεν κουράζεται ούτε στιγμή από υπερβολές ή ανακατεμένα και ασύνδετα μεταξύ τους χρώματα ή εντάσεις χρώματος, τυχαίες και ξαφνικές λάμψεις ή απότομες εναλλαγές. Προσωπικά και λόγο μυωπίας τα μάτια μου κουράζονται αλλά αυτή τη φορά δεν ένιωσα καμία ενόχληση. Με επαγγελματισμό λοιπόν ο κύριος  Τοπολιάν μας καλωσόρισε στον μαγικό κόσμο του Μάγκα.

Φυσικά θέλω να κάνω και μια ειδική αναφορά σε ένα δικό μας την Σοφέλπη Στάϊκου που έχει επιμεληθεί και εκείνη τα φώτα στην εν λόγω παράσταση και χαίρομαι πολύ όταν βλέπω ανθρώπους που γνωρίζω να προοδεύουν.

 

Μουσική

Στο μουσικό κομμάτι ο κύριος Νίκος Πιτλόγλου μεσουρανεί. Εκείνο που ξεχωρίζω είναι οι διαφορετικοί ήχοι που είναι απόλυτα εναρμονισμένοι με τους ήχους που πρεσβεύει η εποχή. Αρκετά σημαντικό γιατί τηρούνταν ευλάβεια ως προς το κλίμα. Αν υποθέσουμε δηλαδή πως το έργο εδρεύει χρονικά στο 1912 περίπου το άκουσμα απτάλικου ζεϊμπέκικου (αν κάνω λάθος διορθώστε με) στη σκηνή με τις «σκουπιδούδες» με εξέπληξε. Γενικά καθετί μη συνηθισμένο με εκπλήσσει. Λάτρης όπως είμαι και του ρεμπέτικου τραγουδιού δε περίμενα να ακούσω τέτοια σύνθεση οπότε όπως καταλαβαίνετε με κέρδισε.

Ιδιαίτερα συγκινητική η αρχή με το παραδοσιακό χρώμα που παραπέμπει σε ηπειρώτικο συρτό με την εξαίσια ερμηνεία του κύριου Βασίλη Λέκκα.

Από εκεί και πέρα το ροκ του Μάγκα στη σκηνή που εξαφανίζεται μας ξεσήκωσε ευχάριστα καθώς ήταν ένα ευφυές και αρμονικό πάντρεμα της εποχής του έργου με την πιο σύγχρονη εποχή. Ενθουσιαστήκαμε, ροκάραμε και σε συνδυασμό με την αγωνία της σκηνής μια αίσθηση εγρήγορσης κατέκλυσε τις φλέβες μας.

Ξεχωριστοί και προσεγμένοι ήχοι που την κατάλληλη στιγμή δημιουργούσαν τα κατάλληλα συναισθήματα.

 

Χορογραφίες

Τι άλλο χρειάζεται φυσικά μια μουσική; Την σωματοποίηση της αίσθησης της. Το πώς την αντιλαμβάνεσαι. Πως την νιώθεις και θέλεις να την εκφράσεις και αυτός δεν είναι άλλος από τον χορό. Την αποκωδικοποίηση του ρυθμού που σε κατακλύζει. Με μοναδικό τρόπο λοιπόν οι ηθοποιοί μας χορεύουν, το απολαμβάνουν και σε ξεσηκώνουν. Εξάλλου το χορευτικό για εμένα είναι σημαντικό στις παραστάσεις για να αλλάζει και λίγο η ενέργεια. Σίγουρα δεν ταιριάζει σε όλες αλλά γενικά μου αρέσει με κάποιον τρόπο έστω και για λίγα δευτερόλεπτα να βλέπω έναν χορό. Δίνει μια αύρα. Σχεδιασμένες λοιπόν με λεπτομέρεια και απόλυτο συγχρονισμό. Σε προκαλούν να κινηθείς κι εσύ στον ρυθμό. Αντανακλαστικά δηλαδή βλέποντας τους ηθοποιούς να χορεύουν εεεε νιώθεις κι εσύ μια αίσθηση να συμμετέχεις!

 

Ερμηνείες

Από την αρχή της παράστασης το θέατρο περικλείεται από μια αύρα ζεστασιάς και εγκαρδιότητας. Ο Γιώργος Μπανταδάκης μας καλωσορίζει εξηγώντας μας την αξία του έργου και μιλώντας μας για τις αξίες μας. Ο ίδιος υποδύεται μοναδικά τον θείο Περικλή, έναν άνθρωπο που η παρουσίαση του είναι εκκωφαντική και σαρωτική. Αποσυμβολίζοντας το ρόλο του θα λέγαμε πως είναι η ίδια η ζωή. Γεμάτη ζωντάνια όταν είμαστε έφηβοι, ώριμοι όταν ενηλικιωνόμαστε και σοφοί όταν αποκωδικοποιούμε όλες τις εκφάνσεις της και βρίσκουμε την αποστολή μας σε αυτή. Κάπως έτσι και ο Θείος Περικλής δια σώματος Γιώργου Μπανταδάκη προσφέρει μια ιδιαίτερη αύρα στη σκηνή. Ο υπερβολικός έφηβος, ο ενήλικας που ταξιδεύει στις προσωπικές του αναζητήσεις αλλά ταυτόχρονα ο πλέον ώριμος άνθρωπος που έχει ανακαλύψει τον εαυτό του. Το ποιος είναι, το τι είναι και τι τελικά θέλει από τη ζωή. Ο ίδιος με το ιδιαίτερο ταλέντο του έχει συγκεράσει όλα αυτά τα στοιχεία και μεταμορφώνει το ρόλο σε μια φιγούρα που ονειροπολεί αλλά και αποκτά νόημα και στόχους. Αλτρουιστής αλλά ταυτόχρονα με χιούμορ και κοντά στην οικογένεια του. Δε διστάζει στιγμή να σαρώσει τη σκηνή. Αεικίνητος και μέσα σε όλα. Συμμετέχει σε όλες τις δράσεις που εκτυλίσσονται στη σκηνή. Είναι παντού και πουθενά. Σαν ένας αέρας που συνεχώς φυσάει. Κάποτε καταλαγιάζει κάποτε λυσσομανάει. Οι σκηνές που συμμετέχει σαν  φύλλα που στο διάβα του αναστατώνονται. Προκαλεί ευχάριστη αναστάτωση και είναι απαραίτητος για την έκβαση των σκηνών. Τους δίνει το έναυσμα να ξεσηκωθούν! Υπέροχος και μοναδικός που σίγουρα όσοι δείτε την παράσταση θα τον απολαύσετε.

Στον ρόλο της μητέρας ένα πρόσωπο γνώριμο σε εμάς τους Λαμιώτες, που είμαστε περήφανοι για εκείνη να μας «εκπροσωπεί» σε τέτοιους είδους πετυχημένα εγχειρήματα. Η κυρία Εύα Βάρσου λοιπόν μας χαρίζει μοναδικές στιγμές ως η μητέρα της οικογένειας Βασιωτάκη. Στην κυριολεξία παρουσιάζει μια Ελληνίδα μαμά η οποία αγαπάει την οικογένεια της, είναι τόσο γλυκιά και τόσο αυστηρή όσο πρέπει, αν και από όσο είδα ακόμα και στις στιγμές που γίνεται αυστηρή την διακατέχει μια ενδόμυχη καλοσύνη η οποία δεν κρύβεται. Υπομονετικά και με φανερή δουλειά έχει προσεγγίσει τον ρόλο της σε τέτοιο βαθμό ώστε το κοινό να κρατάει ζωντανό της μητέρας. Εκείνης της γυναίκας που θα παλέψει για τα παιδιά της, θα θυσιαστεί και θα υποστηρίξει τις επιλογές τους. Με τεχνική και ακρίβεια λοιπόν η κυρία Βάρσου γίνεται πρότυπο στα μάτια των θεατών. Ήταν εξάλλου και εκείνη που για λίγο «παίξαμε» μαζί όταν στη σκηνή της εξαφάνισης του Μάγκα, όταν όλοι οι ηθοποιοί είχαν κατέβει από τη σκηνή και «έπαιζαν με το κοινό» πέρασε από μπροστά μου ρωτώντας με «Είδατε τον Μάγκα». Της απαντάω «Από τα αριστερά». Η μεταδοτικότητα της μας «έψησε» και εμάς και έγινε αμέσως αισθητό αυτό που ανέφερα και παραπάνω. Η στοργικότητα που έχει αγκαλιάσει το ρόλο. Αυτό σημαίνει ταλέντο. Να μπορείς να μεταδίδεις μια ενέργεια. Βέβαια δεν με άκουσε και πήγε από τη δεξιά πλευρά και δεν βρήκε τον Μάγκα αλλά την συγχωρώ. Προφανώς και αστειεύομαι!

Περνάμε στον εξαιρετικό Βλάσση Χρυσικόπουλο που με μαγκιά αποδίδει έναν «Μάγκα» ειλικρινή, αυθόρμητο, αθώο, σκανταλιάρη. Καθαρά και ξάστερα χωρίς σύννεφα επάνω στο ρόλο του. Πλημμυρίζει η σκηνή. Επικοινωνεί τις σκέψεις του ρόλου συγκινώντας και ευαισθητοποιώντας το κοινό. Έχω συγκεκριμένο παράδειγμα πως στη σκηνή με τους φαντάρους η συνεργασία των ηθοποιών απέδωσε ένα τέτοιο αποτέλεσμα που από μπροστά μου άκουσα να λένε «Τι κακοί!. Πως του φέρονται έτσι» όταν οι δύο φαντάροι φυλακίζουν τον Μάγκα για να τον πουλήσουν. Όταν φτάνεις το κοινό στο σημείο να αλληλεπιδράσει μαζί σου έχεις πετύχει. Εκεί καταλαβαίνεις την σπουδαιότητα, τον ορθολογισμό και την ευαισθησία που έχει δημιουργηθεί ένα αποτέλεσμα. Ήρωας είναι αυτός που ακούει την καρδιά του και παλεύει για την αλληλεγγύη των συνανθρώπων του. Που τους φέρεται καλά, που νοιάζεται για αυτούς. Ακριβώς έτσι ο Βλάσσης υποδύεται τον Μάγκα. Με παλληκαριά θα έλεγα, με ευαισθησία, με αγνότητα χωρίς υπερβολές. Πηγάζει από μέσα του η αθωότητα του μικρού παιδιού που θέλει να γίνει ο σούπερ ήρωας των ονείρων του και μέσα του από την ερμηνεία του καθαγιάζει το τέρας της πάλης με τους εαυτούς μας ως ενήλικες κάνοντας μας να νιώσουμε κι εμείς παιδιά. Πολύ προσεγμένη προσέγγιση που της αξίζουν συγχαρητήρια.

Ο Κωνσταντίνος Ρόδης έρχεται να πλαισιώσει τον «Μάγκα» Βλάσση. Θα τον γνωρίσετε ως Λουκά και ως Αφράτο. Ο Λουκάς είναι ο γιος της οικογένειας Βασιωτάκη και ο Αφράτος ο ηρωικός σκύλος που σώζει τον Μάγκα. Δεν είναι καθόλου εύκολο ένας ηθοποιός να υποδύεται δύο ρόλους διότι χρειάζεται αποστασιοποίηση στις ερμηνείες και εναλλαγή του ψυχισμού για να μην μεταφερθούν οι ενέργειες των δύο ιδιοσυγκρασιών η μια στην άλλη. Ο Κωνσταντίνος πετυχαίνει ένα αποτέλεσμα τόσο αρμονικό και ισορροπημένο που σίγουρα δεν αμφιβάλλεις για την ποιότητα του. Με σιγουριά και έναν όμορφο τσαμπουκά δε φοβάται να «τσαλακωθεί» προκειμένου να αποδώσει τους ρόλους του. Και το πετυχαίνει! Τόσο με ευθύτητα όσο και με μια αίσθηση περιέργειας να ανακαλύψει το τι συμβαίνει επάνω στη σκηνή. Αφουγκράζεται τα ερεθίσματα και αντιδράει «κυνικά» αλλά όχι πολεμώντας τα! Τα αγκαλιάζει και πορεύεται μαζί τους. Ως Λουκάς είναι άμεσος και επιβλητικός. Αποφασιστικός! Η σκηνή του «ανήκει». Ξεδιπλώνει με άνεση την δυναμικότητα του. Ως Αφράτος έχει έναν τόνο ευαισθησίας που μπορεί να μην τον κάνει εμφανή σε κάθε στιγμή αλλά μπορεί να τον διακρίνει κανείς. Σε βάζει σε σκέψεις να αναλογιστείς πως θα μπορούσε να ήταν αυτός ο σκύλος αν ήταν άνθρωπος. Θα ήταν ο αλήτης με την ενδόμυχη ευαισθησία ή θα ήταν ο τύπος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»;. Μόνο και μόνο που σε προβληματίζει αρκεί. Από εμένα έχει ταπεινά ένα μεγάλο «Μπράβο» με πολύ τονισμένο το «Μπ»!

Η επόμενη κυρία της παρέας μας είναι η Σοφία Νικολοπούλου ή αλλιώς η Λίζα Βασιωτάκη. Αιθέρια, γλυκύτατη με χειμαρρώδη ροπή προς την αγάπη. Αυτό μεταφέρει μέσα από τον ρόλο της. Είναι ο συνδετικός κρίκος που κρατάει σε ισορροπία τις εντάσεις, τις αγωνίες και ό,τι προκύπτει επάνω στη σκηνή. Η φιγούρα της γίνεται αγαπητή από την πρώτη ματιά. Καμιά φορά η συνήθεια ενός ρόλου μπορεί να γίνει ρουτίνα και να τον υποδύεσαι μηχανικά. Στην περίπτωση της Σοφίας πηγάζει από μέσα της ένα πάθος να εξωτερικεύσει από μέσα της διάφορες πτυχές της προσωπικότητας της. Να μας μιλήσει για εκείνη. Να σπάσει τις νόρμες και τον «τοίχο» με το κοινό. Να μάθουμε ποια είναι, τι σκέφτεται, πως αγαπάει, πως φοβάται. Ξέρει γιατί βρίσκεται εκεί που βρίσκεται. Έχει αυτοπεποίθηση. Συναισθηματική αυτοπεποίθηση. Αυτό που νιώθει αυτό εξωτερικεύει. Σε προκαλεί να την γνωρίσεις. Το απολαμβάνει. Ζει καθετί που κάνει. Με ενθουσιάζει οτιδήποτε σε αγγίζει πρώτα στην ψυχή και μετά στο μυαλό και ο ρόλος της αποδίδεται από εκείνη με τέτοιον τρόπο που νιώθουμε και εμείς σαν κοινό όλα αυτά που σας περιγράφω. Συγχαρητήρια και στη Σοφία λοιπόν!

Στέφανος Κανακίδης ή αλλιώς  Βρασίδας. Ο άνθρωπος που θα σε κάνει τρενάκι του λούνα-παρκ με την ερμηνεία του. Στην αρχή θα σου ξινίσει και στο τέλος θα τον λατρέψεις. Ο εγωκεντρικός, καθόλου φιλόζωος και φοβητσιάρης Βρασίδας με μια καρδιά ευαίσθητη σαν το μαρούλι. Οι εναλλαγές της έντασης του Στέφανου δε σε αφήνουν σε ησυχία. Τσιρίζει, τρέχει έντρομος ταυτόχρονα όμως φοβάται και μαζεύεται. Υποδύεται με τέτοιο τρόπο τον ρόλο του που σε κρατάει συνεχώς σε εγρήγορση. Είναι εκείνος που προκαλεί την δράση να συμβεί. Έχουμε έναν σκανταλιάρη Μάγκα αλλά χρειάζεται και η φοβία του Βρασίδα να δίνει συνέχεια. Ο ενορχηστρωτής του απρόοπτου. Φοβερή χημεία με τον Βλάσση που στην ουσία ο Μάγκας είναι η αιτία του φόβου του. Στο τέλος όμως γίνονται φίλοι και κάπου εκεί μας δείχνει μια πλευρά που όλοι μας έπρεπε να έχουμε. Μια πλευρά αγνή χωρίς υπερβολές και χωρίς να καταχράζεται την αγάπη για ένα ζώο. Συνδέεται μαζί του, γίνονται φίλοι και κομμάτι ο ένας του άλλου. Φυσικά όλα αυτά με την εντατική δουλειά του Στέφανου που είναι ευδιάκριτη!

Για το τέλος σας αφήνω τον άνθρωπο έκπληξη. Τον κύριο Βασίλη Λέκκα. Θα μπορούσα να γράψω ξεχωριστό άρθρο για εκείνον. Σαν τραγουδιστή τον πρωτοάκουσα σε μια εκτέλεση στο Youtube σε ένα αγαπημένο μου τραγούδι το «Έλα απόψε στου Θωμά» στην εκπομπή «Στην υγειά μας» από την ταινία Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη. Μου έκανε από τότε εντύπωση η φωνή του. Στην παράσταση εκτός από τα τραγούδια υποδύεται και τον Βασίλη, τον κηπουρό της οικογένειας που κουβαλάει ένα σκοτεινό και φριχτό μυστικό. Το θάνατο του γιου του. Ο κύριος Λέκκας. Με ταπεινότητα και φυσικότητα καλλιεργεί έναν ρόλο θα έλεγα αγίου. Ευλαβικός και σεβάσμιος. Αγκαλιάζει και επικοινωνεί με τα δύο παιδιά της οικογένειας, στην παρούσα παράσταση τον Κωνσταντίνο Ρόδη και τη Σοφία Νικολοπούλου, σαν να ήταν δικά του παιδιά. Βλέποντας τον να παίζει ηρεμείς, φτιάχνεις σενάρια στο μυαλό σου πως ο κόσμος έτσι έπρεπε να είναι. Να είχαμε όλοι αυτή την κατανόηση και την αγάπη. Με τον τρόπο του ηρεμεί όλες τις εντάσεις. Οι σκηνές που συμμετέχει πλημμυρίζουν με μια ηρεμία πραγματικά σαν να παρακολουθείς εκκλησία. Η στιγμή που ανατρίχιασα ήταν όταν φανερώνει το μυστικό του και ερμηνεύει ένα αντάρτικο τραγούδι. Εκεί μένεις με το στόμα ανοιχτό. Στο τέλος της παράστασης στην καθιερωμένη φωτογραφία τον πλησίασα και έχασα τα λόγια μου. Του είπα «Κύριε Λέκκα σας θαύμαζα σαν τραγουδιστή αλλά και δεν ήξερα πως έχετε τέτοιο ταλέντο». Εκείνος ταπεινά με ευχαρίστησε. Θα μαλλιάσει η γλώσσα μου να το λέω αλλά οι σπουδαίοι καλλιτέχνες δεν είναι αυθεντίες, είναι εκείνοι που θα σε αγκαλιάσουν με ευγένεια. Είναι ανθρώπινοι. Ένα μεγάλο μπράβο στον κύριο Λέκκα και για τον σεβασμό του και για την φωνή του αλλά και για την ερμηνεία του.

 

Με λίγα λόγια σας συστήνω να δείτε σίγουρα την παράσταση.

Τέλος θα ήθελα να αφιερώσουμε αυτό το άρθρο στη μνήμη του Αλέξανδρου Κομπόγιωργα που αν και έφυγε πρόωρα το έργο του έμεινε ανεξίτηλο. Τα αριστοτεχνικά κοστούμια και το video art του ανήκουν. Βρίσκεται παντού. Μέσα σε αυτό που άφησε, σε αυτό που δημιούργησε. Ένα κομμάτι της παράστασης είναι και θα είναι δικό του κομμάτι για να θυμίζει σε όλους μας, ακόμα και σε εμάς που δεν τον γνωρίσαμε το πόσο σημαντικό είναι να έχεις αντίληψη επάνω στην τέχνη. Να αγαπάς αυτό που κάνεις! Να το υπερασπίζεσαι και να του βάζεις μέσα του όλο το πάθος που σε διακατέχει! Στις σπουδαίες προσωπικότητες μένει το έργο όπως θα μείνει για πάντα και του κύριου Κομπόγιωργα!