Τρία στα τέσσερα παιδιά (περίπου 300 εκατ.) ηλικίας 2-4 ετών έχουν υποστεί κακοποίηση τονίζεται στην Παγκόσμια Εκθεση για την Πρόληψη της Βίας κατά των παιδιών
Η Παγκόσμια Εκθεση για την Πρόληψη της Βίας κατά των παιδιών προκαλεί σοκ: τρία στα τέσσερα παιδιά (περίπου 300 εκατ.) ηλικίας 2-4 ετών είναι θύματα βίας που προέρχεται είτε από τον γονέα είτε από τον «φροντιστή» τους. Μάλιστα, τα παιδιά που εξ ανάγκης κλήθηκαν να ζήσουν σε ιδρυματικό περιβάλλον εμφανίζονται να είναι ακόμη πιο εκτεθειμένα στον κίνδυνο της κακοποίησης.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει επίσημο εθνικό μητρώο για καταγραφή δεδομένων κακοποίησης παιδιών
Αντίστοιχη ή και χειρότερη εκτιμάται πως είναι η εικόνα στην Ελλάδα, τόσο εντός όσο και εκτός κλειστών δομών. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η εικόνα της παιδικής κακοποίησης στη χώρα μας παραμένει σκοτεινή, ελλιπής και αποσπασματική εξαιτίας της απουσίας συγκεντρωτικών, αξιόπιστων και επικαιροποιημένων στατιστικών στοιχείων.
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει επίσημο εθνικό μητρώο για την καταγραφή των δεδομένων κακοποίησης παιδιών, νομοθετημένο από τα αρμόδια υπουργεία.
Το κραυγαλέο αυτό κενό, που συνεχίζεται παρά τις αλλεπάλληλες μαρτυρίες και αποκαλύψεις, υπογραμμίζει και η Ελένη Γεώργαρου, εμπειρογνώμονας σε ζητήματα παιδικής προστασίας, ιδρύτρια και πρόεδρος του Δικτύου Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών για την Κοινωνική Προστασία των Ανηλίκων.
«Η κακοποίηση είναι πολλών ειδών και συχνά αόρατη και ύπουλη. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει Ενιαία Αρχή Αναφοράς για την παιδική κακοποίηση, όπως και γενικά δεν υπάρχουν καθόλου στατιστικά στοιχεία για τον τρόπο που χειρίζεται το κράτος τα παιδιά – θύματα».
Σημειώνεται πως, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της UNICEF, 456.000 παιδιά στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία ζουν σε εγκαταστάσεις ιδρυματικής φροντίδας, συμπεριλαμβανομένων ιδρυμάτων μεγάλης κλίμακας, με την αναλογία να είναι διπλάσια από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Αυτό, πρακτικά, σημαίνει πως 232 σε κάθε 100.000 παιδιά ζουν σε ιδρύματα στη συγκεκριμένη περιοχή, έναντι 105 σε όλο τον κόσμο. Με βάση, επίσης, τις διεθνείς στατιστικές της ίδιας οργάνωσης, «ένα παιδί σε ίδρυμα έχει 85% πιθανότητα να κακοποιηθεί σωματικά από τα άλλα παιδιά και 25%-30% να κακοποιηθεί σεξουαλικά επίσης από άλλα παιδιά, πέρα από την τυχόν κακοποίηση από το προσωπικό».
Η UNICEF αναφέρει ότι πάνω από 1 στα 4 παιδιά που μένουν σε ιδρύματα παιδικής προστασίας υφίστανται σεξουαλική κακοποίηση ενόσω βρίσκονται σε καθεστώς κοινωνικής φροντίδας.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο στην Ελλάδα – όπου εκτιμάται πως περίπου 1.500 παιδιά διαμένουν σε 83 κλειστές δομές – με πρόσφατο νόμο (Ν. 4837/2021) έγινε προϋπόθεση το λευκό ποινικό μητρώο για όποιον εργάζεται σε δομή που φροντίζει παιδιά και ταυτόχρονα ορίστηκε υπεύθυνος παιδικής προστασίας – ένα πρόσωπο αναφοράς, δηλαδή, για την έγκαιρη γνωστοποίηση των περιστατικών κακοποίησης στις Αρχές.
Δυστυχώς, όμως, το τέρας της κακοποίησης εμφανίζεται διαχρονικά, στοιχειώνοντας τη ζωή των ανήλικων θυμάτων ακόμη και στην ενήλικη ζωή τους. Πολλοί ενήλικοι που απομακρύνθηκαν από τις οικογένειές τους υπέστησαν κακοποιήσεις στις κλειστές δομές ή ήρθαν αντιμέτωποι με κακοποιήσεις από κληρικούς, αντιμετωπίζοντας σήμερα σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα.
Ορισμένοι από αυτούς ζουν σε συνθήκες φτώχειας, γήρατος ή κοινωνικής απομόνωσης, χωρίς ειδική υποστήριξη. Εξαιτίας του αισθήματος ντροπής, πολλοί δεν αποκαλύπτουν όσα μαρτυρικά υπέστησαν.
Έτσι, πολλές υποθέσεις κακοποιήσεων μένουν στην αφάνεια, με τους δράστες αυτών των ειδεχθών πράξεων να παραμένουν ατιμώρητοι.
Θυμόμαστε δε την «πληγή» μόνο όταν συμβαίνουν γεγονότα όπως η παραίτηση, αυτή την εβδομάδα, του Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπερι και επικεφαλής της Αγγλικανικής Εκκλησίας, Τζάστιν Γουέλμπι, εξαιτίας των δεκάδων περιστατικών κακοποίησης ανήλικων και νεαρών αγοριών σε θερινές κατασκηνώσεις της Εκκλησίας.
Ή μετά από καταδίκες όπως αυτή του πάτερ Αντώνιου της Κιβωτού, για τις κακοποιητικές συμπεριφορές σε βάρος παιδιών στην Κιβωτό του Κόσμου. Για να την ξεχάσουμε αμέσως μετά…
Ο Χουάν δεν σιωπά
Όχι όλοι, ευτυχώς. Ο Χουάν, για παράδειγμα, που είναι σήμερα 28 ετών (φωτογραφία), βίωσε σεξουαλική κακοποίηση στην ηλικία των 11 ετών, ενώ ακόμη και σήμερα υποφέρει από κρίσεις άγχους και αντιμετωπίζει προβλήματα στον ύπνο του, καθώς οι εφιάλτες είναι μόνιμα παρόντες. Και δεν διστάζει να μας εξομολογηθεί:
«Η σεξουαλική κακοποίηση συνέβη όταν βρισκόμουν στην ισπανική οργάνωση Opus Dei (Εργο του Θεού). Δράστης ήταν ο δάσκαλος θρησκευτικών. Εκμεταλλεύτηκε την αθωότητά μου και έστρεψε τα υπόλοιπα παιδιά εναντίον μου ώστε να με απομονώσει και να με εκμεταλλευτεί».
Προσθέτει, πάντως, ότι μόλις αποκάλυψε όσα δραματικά έζησε, έλαβε πολλή αγάπη. «Η υποστήριξη από την οικογένεια και τους κοντινούς φίλους υπήρξε σωτήρια. Εξίσου βοηθητικοί υπήρξαν για μένα ο δικηγόρος μου και ο ψυχοθεραπευτής μου. Εχω μάθει πλέον να διαχειρίζομαι το τραύμα μου».
Η έννοια της δικαιοσύνης και της απονομής της παραμένει σχετική για τον ίδιο. Όπως αποκαλύπτει, «ο κακοποιητής μου έλαβε αρχικά μία ποινή έντεκα ετών, η οποία στη συνέχεια μειώθηκε στα δύο χρόνια. Ωστόσο, δεν πήγε ποτέ στη φυλακή». Αναφερόμενος στο γιατί αποφάσισε να δημοσιοποιήσει την ιστορία του, λέει: «Ο λόγος ήταν ότι ήθελα να καταγγείλω δημόσια τι μου συνέβη, μια και η δύναμη της άλλης πλευράς ήταν τόσο ισχυρή που θα μπορούσε να αθωωθεί. Οταν το θέμα έλαβε έκταση, αποφάσισα να δείξω το πρόσωπό μου, ώστε ο κόσμος να κατανοήσει ότι τέτοιες πράξεις συνεχίζουν ακόμη να συμβαίνουν και ότι το κάθε άτομο είναι εν δυνάμει θύμα. Χρειάζονται πολλά ακόμη να γίνουν ώστε να υπάρχει αποτελεσματική πρόληψη τέτοιων φαινομένων στο μέλλον».
Δύο μαρτυρίες-σοκ από την Ελλάδα
Ο Αργύρης Ολοκτσίδης και η Αλέκα Μπαφατάκη – Παπαϊωακείμ πέρασαν την παιδική τους ηλικία σε ιδρύματα. «Παιδιά που δεν αγαπήθηκαν, δεν χορταίνουν ποτέ όση αγάπη και να πάρουν σήμερα. Παιδιά που έμαθαν να ζουν με κάποια μορφή κακοποίησης, την ψάχνουν, γιατί αυτήν ξέρουν».
Είναι τα λόγια από το απόσπασμα του βιβλίου της 83χρονης σήμερα Αλέκας, στο οποίο περιγράφει τα όσα δύσκολα βίωσε στην Παιδόπολη Καβάλας. «H κακοποίηση οδηγεί τον άνθρωπο στο να σχηματίσει απαξιωτική εικόνα για τον εαυτό του και συνήθως παραμορφωμένη. Αισθάνεται ότι αυτός φταίει που τον κακοποιούν».
Η Αλέκα έζησε εσώκλειστη μέχρι και την ενηλικίωσή της. Εχασε τον πατέρα της στον πόλεμο και η μητέρα της αναγκάστηκε να πάρει μία δύσκολη απόφαση και να την αποχωριστεί, καθώς δεν είχε τα χρήματα για να τη μεγαλώσει. Βίωσε ψυχολογική, λεκτική και σωματική κακοποίηση.
«Επικρατούσε ο φόβος. Η πιο δύσκολη στιγμή ήταν στο μπάνιο. Γινόταν κάθε Τετάρτη. Τα νήπια κάναμε μπάνιο, παρατεταγμένα, όλα μαζί παρουσία των ομαδαρχισσών». Φόβος και τρόμος ήταν η ομαδάρχισσα Τασούλα. «Έβλεπε τις κιλότες και όσα παιδιά είχαν καθαρή κιλότα έλεγε να την αφήσουν στο τραπέζι και να μπουν στις ντουζιέρες να τα λούσουμε οι μεγάλες. Όσα είχαν βρώμικες, στέκονταν στη σειρά. Τότε σηκωνόταν και, όπως ήταν γυμνά, τα ρήμαζε στο ξύλο. Τα χτυπούσε στα γυμνά κορμάκια τους, μέχρι να μην έχει άλλο κουράγιο να δέρνει».
Κάνοντας τον δικό της απολογισμό, λέει: «Κάποιες φορές, όταν ανοίγουν οι παλιές πληγές, προκαλούν πολύ πόνο, ακόμη και τώρα. (…) Παίρνω κουράγιο για το μέλλον των ανθρώπων, όταν σκέφτομαι ότι τόσα παιδιά μέσα στα ιδρύματα ζήσαμε τόσα χρόνια με σκληρότητα, σαδισμό, κακία, αδιαφορία (…) και καταφέραμε να βρούμε δύναμη και να σταθούμε στα πόδια μας, να φτιάξουμε οικογένειες, να προσφέρουμε στο κοινωνικό σύνολο, όσο μας ήταν δυνατόν». Η ίδια εργάστηκε ως κοινωνική λειτουργός, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες, έκανε οικογένεια, απέκτησε παιδιά και εγγόνια.
Ο Αργύρης Ολοκτσίδης, 73 ετών σήμερα, στην τρυφερή ηλικία των έξι ετών και επί 13 χρόνια, βίωσε συστηματική βία σε ορφανοτροφεία της Φλώρινας και του Πειραιά όπου ζούσε, όταν η μητέρα του αποφάσισε να τον τοποθετήσει σε κλειστή δομή. «Η βία που δέχτηκα από ένα μέρος του υπαλληλικού προσωπικού (ονομάζονταν παιδονόμοι, κατά το αστυνόμοι) ήταν τόσο σωματική (ξύλο με βέργες, με χέρια και με πόδια) όσο και ψυχική (βρισιές, προσβολές, απαξίωση).
Ο αγώνας για να αντέξει την κακοποίησή του ήταν συνεχής αναπτύσσοντας έναν εσωτερικό μηχανισμό άμυνας. «Προσπάθησα να απωθήσω, βαθιά στην ψυχή μου, την πολύτιμη, παιδική ευαισθησία μου. Να αμβλύνω τα αισθητήρια της αίσθησης πόνου, σωματικού και ψυχικού και να περιχαρακωθώ σε μια αντίληψη της ζωής, ως μιας κυνικής διαδικασίας, την οποία πρέπει να διεκπεραιώσω».
Οι σωματικές πληγές μπορεί να έκλεισαν, ωστόσο τα ψυχικά τραύματα είναι ακόμη παρόντα.
«Εμαθα να ζω με αυτά. Να αντέχω τον πόνο τους και τις ψυχοσωματικές βλάβες που μου προξένησαν, κυριότερη των οποίων ήταν η ανικανότητά μου να δίνω και να δέχομαι αγάπη. Παρόλο που λαχταρώ πολύ να αγαπήσω και να αγαπηθώ, φοβάμαι, διότι δεν θέλω να ξανανιώσω τον αβάσταχτο πόνο της προδοσίας από την πλευρά της μητέρας μου».
Το κυρίαρχο συναίσθημα που βίωνε ήταν εκείνο της μοναξιάς. «Μια μοναξιά που με πονά, αλλά και με προστατεύει. Τον μόνο δεν μπορεί να τον εγκαταλείψει κανείς». «Μόνο αργότερα – προσθέτει – η οικογένεια που δημιούργησα, κυρίως οι πέντε κόρες μου, με βοήθησαν να νιώσω συναισθήματα αγάπης και τρυφερότητας».
Από την Ελβετία στη Θεσσαλονίκη
Πριν από λίγες μέρες, 40 ενήλικες από όλη την Ευρώπη, πρώην θύματα κακοποίησης σε ιδρύματα, δομές, μαζί και της Εκκλησίας, αποφάσισαν να σπάσουν τα δεσμά της ντροπής και να εκθέσουν τα πρόσωπά τους σε μία φωτογραφική έκθεση.
Ο τίτλος της είναι «Shame – Ευρωπαϊκές Ιστορίες» και φιλοξενήθηκε από το Δίκτυο Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών για την Κοινωνική Προστασία των Ανηλίκων, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Τις φωτογραφίες και τα βίντεο επιμελήθηκε ο βραβευμένος δημοσιογράφος Σιμόνε Παντοβάνι για την «Πρωτοβουλία Δικαιοσύνης», ταξιδεύοντας από την Eλλάδα μέχρι τη Σουηδία και από τη Ρουμανία μέχρι την Πορτογαλία.
Είναι ένα έργο που δίνει φωνή στα θύματα κακοποίησης και επιδιώκει να καταδείξει τις αδικίες που υπέστησαν ως παιδιά. Τα παραπάνω αποτελούν μέρος του ευρωπαϊκού κινήματος «Πρωτοβουλία Δικαιοσύνης».
Ένα από τα πορτρέτα της έκθεσης ανήκει στην Ανίτα από την Ελβετία (φωτογραφία), που μοιράζεται τη δική της ιστορία κακοποίησης με τα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο»: «Μεγάλωσα σε στέγη παιδικής προστασίας με έντονο το συναίσθημα της έλλειψης αγάπης. Αργότερα τοποθετήθηκα σε ανάδοχη οικογένεια όπου και κακοποιήθηκα σεξουαλικά. Δεν έλαβα ποτέ ουσιαστική βοήθεια και δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ αποτελεσματικά ο πόνος του τραύματος. Αργότερα με έστειλαν σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Η κακοποίηση συνεχίστηκε και εκεί. Μόλις γνώρισα τον σύζυγό μου η κατάσταση άλλαξε και απελευθερώθηκα από τη δυστυχία μου. Είναι η μεγάλη μου αγάπη και μαζί έχουμε έναν γιο».
Η αγάπη αυτή ήταν το αντίδοτο απέναντι στα ψυχικά της τραύματα. «Είχε και ο ίδιος μία πολύ δύσκολη παιδική ηλικία, καθώς κακοποιήθηκε σωματικά σε μία ελβετική φάρμα. Κατάλαβε αμέσως τι είχα περάσει. Καταλάβαμε και οι δύο τι είχε ζήσει ο άλλος. Αυτό μας ένωσε». «Είναι σημαντικό να μοιράζομαι την ιστορία μου. Σε αυτήν την ιστορία υπάρχουν θύτες και θύματα. Εγώ είμαι επιζήσασα. Μέρος μίας σκοτεινής ιστορίας της Ελβετίας», προσθέτει.
Όπως λέει η Αγγελική Βεργίτση, διευθύντρια της «Πρωτοβουλίας Δικαιοσύνης» στην Ελλάδα, «η σύσταση ενός πανευρωπαϊκού δικτύου οργανισμών παιδικής προστασίας προέκυψε το 2021, όταν ολοκληρώθηκε στην Ελβετία το 7ετές επιτυχημένο εθνικό πρόγραμμα της αναγνώρισης και αποκατάστασης 12.500 επιβιωσάντων, θυμάτων παιδικής κακοποίησης σε ιδρύματα». Πρωτεργάτης της πρωτοβουλίας υπήρξε ο Γκουίντο Φλούρι, ο ίδιος κακοποιημένος στην παιδική του ηλικία.
Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 2021 οργανώσεις, θύματα, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι από όλη την Ευρώπη διαμόρφωσαν το κείμενο και υπέγραψαν τη Διακήρυξη της «Πρωτοβουλίας Δικαιοσύνης». Στον πυρήνα της βρίσκεται η δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού κινήματος για την αποκατάσταση των θυμάτων που υπέστησαν συστηματική κακοποίηση εντός των ιδρυμάτων, αλλά και η δημιουργία ενός αποτελεσματικού πλαισίου πρόληψης και προστασίας για τα παιδιά εντός των κλειστών δομών.
«Τον Ιανουάριο του 2024 το Συμβούλιο της Ευρώπης ψήφισε κατά πλειοψηφία τις προτάσεις της ελβετικής αντιπροσωπείας, που αποτελούσαν συστάσεις προς τα 43 κράτη-μέλη και τώρα ξεκινά ο αγώνας για το πώς θα εφαρμοσθούν», συμπληρώνει η κ. Βεργίτση, τονίζοντας πως «η Ελλάδα αρχικά συμμετείχε μέσω του σωματείου Ελίζα».