Άρειος Πάγος: Επιρρίπτει ευθύνες στη Marfin για ελλιπή μέτρα ασφαλείας 14 χρόνια μετά την τραγωδία με τους τρεις νεκρούς

Τη «μαύρη» εκείνη ημέρα έχασαν τη ζωή τους τρεις εργαζόμενοι στην Marfin, μεταξύ των οποίων ήταν και μία έγκυος τραπεζοϋπάλληλος – Διαβάστε όλη την απόφαση του Αρείου Πάγου

Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά την τραγική εκείνη ημέρα της 5ης Μαίου 2010 κατά την οποία οι γνωστοί -άγνωστοι κατά την διάρκεια πορείας συλλαλητηρίου πυρπολήσαν το νεοκλασσικό κτίριο, επί της οδού Σταδίου 23, στο ύψος της πλατείας Κλαυθμώνος, το οποίο μίσθωνε τότε η Marfin, έρχονται τώρα οι αρεοπαγίτες και επιρρίπτουν ευθύνες στην Τράπεζα για τη μη λήψη μέτρων πυρασφαλείας και ασφαλείας.

Την «μαύρη» εκείνη ημέρα έχασαν τη ζωή τους τρεις εργαζόμενοι στην Marfin, μεταξύ των οποίων ήταν και μία έγκυος τραπεζοϋπάλληλος.

Τώρα, το Δ΄ Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου ανήρεσε την υπ΄ αριθμ. 5541/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, αναγνωρίζοντας ότι υπήρχε ευθύνη της τότε μισθώτριας Τράπεζας Marfin και των κατ’ ιδίαν μελών του Δ.Σ. της, για τη μη λήψη μέτρων ασφαλείας προς αποτροπή της καταστροφής του καταστήματος.

Παράλληλα, ο Άρειος Πάγος κρίνοντας ότι η απόφαση του Εφετείου του 2020 έχει αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, ανέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση του Εφετείου.

Ο Άρειος Πάγος στην υπ΄ αριθμ. 1532/2024 απόφασή του, μεταξύ των άλλων, αναφέρει:

«Το Εφετείο υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της αδικοπρακτικής ευθύνης της πρώτης αναιρεσίβλητης μισθώτριας τράπεζας και των μελών του ΔΣ αυτής (δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου των αναιρεσίβλητων), ως προς τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς παραλείψεις, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 914, 330, 300, 297 και 298 του ΑΚ, τις οποίες εσφαλμένα δεν εφάρμοσε κι έτσι παραβίασε αυτές εκ πλαγίου».

Σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες, το Εφετείο με την αναιρούμενη απόφασή του :

«1) δέχθηκε ότι για την ολοσχερή καταστροφή του μισθίου δεν φέρει καμία υπαιτιότητα η πρώτη εναγόμενη μισθώτρια, χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχές για τη λήψη και την τήρηση των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας,

2) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες εάν οι αποδιδόμενες παραλείψεις στη μισθώτρια τράπεζα και στα μέλη του ΔΣ αυτής, ως οργάνων του νομικού προσώπου,

[α) έλλειψη τοποθέτησης στην πρόσοψη του ισογείου καταστήματος ενισχυμένων “αντιβανδαλικών” υαλοπινάκων, οι οποίοι να αντέχουν σε πολλές κρούσεις με βαριά αντικείμενα είτε ρολών ασφαλείας,

β) έλλειψη ύπαρξης δεύτερης εξόδου κινδύνου προς κοινόχρηστο χώρο,

γ) έλλειψη τοποθέτησης υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου ή εύκαμπτου σωλήνα συνδεομένου μόνιμα με παροχή ύδατος,

δ) έλλειψη μελέτης πυρασφαλείας], ως επίσης να κλείσει το ανωτέρω κατάστημα είτε από την αρχή του ωραρίου λειτουργίας κατά την ημέρα της διαδήλωσης (5-5-2010) είτε πριν από την έναρξη της πορείας, συνετέλεσαν ή μη στην επέλευση του ως άνω αποτελέσματος, συντρεχούσης αιτιώδους συνάφειας,

3) διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί αυτοδίκαιης λύσης της μίσθωσης (στις 5-5-2010), ενώ κατά τις προηγούμενες παραδοχές της, η μίσθωση είχε παραταθεί μέχρι την 30-6-2012 και

4) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί έλλειψης υποχρέωσης της μισθώτριας τράπεζας προς αποκατάσταση των ζημιών του μισθίου και τη μείωση της εμπορικής του αξίας».

Όλη η απόφαση του Αρείου Πάγου

Αριθμός 1532/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Βλάχου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη και Μαρί Δεργαζαριάν, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Εταιρίας με την επωνυμία «. Ανώνυμη Εταιρία Εκμετάλλευσης Ακινήτου Περιουσίας και Εταιρικών Συμμετοχών», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Σακελλαριάδη.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD»,, που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου, τελεί υπό ειδική διαχείρισή και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ., 3) ., κατοίκου Ρέας Δροσιάς Αττικής, 4) ., κατοίκου Αγ. Παρασκευής Αττικής, 5) ., δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, ως ορισθέντος δικαστικού εκκαθαριστή δυνάμει των υπ’ αριθμ. 327/2018 και 438/2018 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 375/2019 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου περί παρατάσεως της προθεσμίας απογραφής για την εκκαθάριση της κληρονομιάς των κάτωθι καθολικών διαδόχων του αποβιώσαντος αδιαθέτου στην Αθήνα στις 5-11-2016 αρχικού διαδίκου (πέμπτου εναγόμενου) . και αρχικών εφεσιβλήτων: α) ., β) . και γ) ., δικηγόρου, κατοίκων Εκάλης Αττικής, 6) υποκαταστήματος στην Ελλάδα της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «CΝΡ ASFALISTIKI LTD» (πρώην «ΛΑΪΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΤΩ»), που φέρει την ίδια επωνυμία και δ.τ. «CΝΡ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ» ή/και «CΝΡ ASFALISTIKI» (πρώην επωνυμία αυτού «ΛΑΪΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕ» και πρώην δ.τ. «CΝΡ LAIKI INSURANCE» ή/και «CΝΡ LΑΙΚΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ»), εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 7) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων ο 3ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεοδώρα Μονοχάρτζη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο 4ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ο . (2ος) απεβίωσε στις 29-8-2021 και τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζει η μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του . χα ., εκπροσωπούμενη από αυτόν, ο 5ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και εκπροσωπήθηκε και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Θεοδώρου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η 6η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Πελαγία Λεοντιάδου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η 7η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ανδριόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ η 1η 1 δεν παραστάθηκε.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-12-2014 αγωγή και την από 11-11-2015 προσεπίκληση – ανακοίνωση δίκης της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν με την από 18-3-2015 προσεπίκληση – ανακοίνωση δίκης της ήδη 1ης των αναιρεσιβλήτων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 382/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5541/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-1-2021 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρί Δεργαζαριάν, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος του 4ου των αναιρεσιβλήτων και της υπεισελθούσας στη δίκη κληρονόμου του αποβιώσαντος .την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος (διάδικος), κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου, ή επιδόθηκε μεν, αλλά όχι νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται (για συζήτηση) με νέα κλήση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΑΠ 26/2023).

Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτησή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 22-1-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 96/9-2-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5541/2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 614- 615 ΚΠολΔ). Η αίτηση αναίρεσης προσδιορίστηκε με την από 30-6-2021 πράξη της Προέδρου του Δ’ Πολιτικού Τμήματος, για να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 21-10-2022. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει ότι κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά του πινακίου, δεν εμφανίστηκε η πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD”, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε και κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνησή της, αλλά ήταν απούσα. Από την υπ’ αριθ. ./6-4-2022 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών (με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών) ., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η επισπεύδουσα τη συζήτηση της υπόθεσης αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ως άνω δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη αναιρεσίβλητη. Επομένως, εφόσον η απολιπόμενη πρώτη αναιρεσίβλητη έχει κλητευθεί νομίμως πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία της, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α, 287 παρ. 1, 290 ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται και στη δίκη για την αναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ.1 ίδιου κώδικα, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 1846 ΑΚ, προκύπτει, ότι αν εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει κάποιος διάδικος, η δίκη διακόπτεται, εφόσον λάβει χώρα γνωστοποίηση του λόγου διακοπής, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 287 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τα πρόσωπα που δικαιούνται να επαναλάβουν τη δίκη, όπως είναι και ο κληρονόμος του αποβιώσαντος, ο οποίος μπορεί να επαναλάβει αυτήν (τη δίκη) εκουσίως με δήλωσή του η οποία γίνεται ταυτοχρόνως με τη δήλωση διακοπής, οπότε επέρχεται άμεση επανάληψη της δίκης, με την προϋπόθεση, ότι αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικό του, έστω και σιωπηρώς, λόγω μη αμφισβήτησης, η ιδιότητα του επαναλαμβάνοντας τη δίκη ως κληρονόμου, η οποία, σε περίπτωση αμφισβήτησης από τον αντίδικό, εξετάζεται από το δικαστήριο παρεμπιπτόντως (ΑΠ 122/2023, ΑΠ 1160/2023). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του δικαστηρίου τούτου, κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης, με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (21-10-2022), δεν εμφανίστηκε ο δεύτερος αναιρεσίβλητος ., εμφανίστηκε, όμως, η . νομίμως εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αλέξανδρο Στρίμπερη, η οποία δήλωσε, ως κληρονόμος του ανωτέρω (δεύτερου αναιρεσίβλητου), ότι αυτός απεβίωσε στις 29-8-2021, μετά, δηλαδή, την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, και ότι συνεχίζει, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του, τη βιαίως διακοπείσα δίκη, μετά και την, εκ μέρους των τέκνων του αποβιώσαντος, . και ., γενομένη, νομοτυπως και εμπροθέσμως, αποποίηση του κληρονομικού τους δικαιώματος (βλ. το υπ’ αριθ. ./2021 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Παπάγου, το υπ’ αριθ. πρωτ. ./21-9- 2021 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Δωρίδος του νομού Φωκίδας και τις υπ’ αριθ. . και ./2022 εκθέσεις αποποίησης κληρονομιάς των προαναφερόμενων τέκνων του αποβιώσαντος του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου). Επομένως, η ανωτέρω κληρονόμος (.), η οποία αποδέχθηκε σιωπηρά την κληρονομιά του δικαιοπαρόχου της (άρθρα 1710, 1712, 1846 και 1850 ΑΚ), παραδεκτά συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη, υπεισερχόμενη, στη δικονομική θέση του αποβιώσαντος, σύμφωνα με τα άρθρα 287 και 290 ΚΠολΔ (ΑΠ 2104/2022, ΑΠ 1632/2022, ΑΠ 667/2016), ενώ, άλλωστε, η αναιρεσείουσα, η οποία παρέστη μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Σακελλαριάδη, δεν αμφισβήτησε την ιδιότητα της προαναφερόμενης (ΟλΑΠ 22/2000, ΑΠ 122/2022).

Από τη διάταξη του άρθρου 558 ΚΠολΔ (όμοια κατά περιεχόμενο με τη διάταξη του άρθρου 517 του ίδιου κώδικα): “η αναίρεση απευθύνεται κατ’ εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στην δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων τους ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη”.

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 89 και 277 αριθ. 4 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, εάν ο ενάγων προσεπικαλέσει στη δίκη το δικονομικό εγγυητή του και συγχρόνως ενώσει μαζί με την προσεπίκληση και αγωγή αποζημίωσης, ο δε προσεπικληθείς και με την παρεμπίπτουσα αγωγή εναγόμενος προσήλθε στη δίκη, αλλά δεν άσκησε παρέμβαση, περιορισθείς μόνο στην απόκρουση της προσεπίκλησης και την άρνηση της υποχρέωσής του για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγόμενου, ούτε δημιουργείται αναγκαστική ομοδικία κατά την έννοια του άρθρου 76 ΚΠολΔ, μεταξύ αυτού (προσεπικληθέντος) και του προσεπικαλέσαντος αυτόν ενάγοντας. Επομένως, αν ο διάδικος, που ηττήθηκε στην δευτεροβάθμια δίκη ασκήσει αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης δεν δικαιούται να απευθύνει την αναίρεση αυτή και κατά του προσεπικαλουμένου, ο οποίος δεν νομιμοποιείται να είναι αναιρεσίβλητος, εφόσον αυτός δεν άσκησε παραδεκτάπρόσθετη παρέμβαση, υπέρ του προσεπικαλούντος, στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια δίκη και, έτσι, δεν κατέστη διάδικος στη δίκη αυτή (ΑΠ 1193/2022, ΑΠ 43/2020, ΑΠ 1430/2007, ΑΠ 1365/2005). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 556 παρ. 1, 558 και 566 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αναίρεσή πρέπει να απευθύνεται εναντίον εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και αντίδικοι του αναιρεσείοντος, όχι όμως εναντίον όλων αυτών, αλλά μόνο εναντίον εκείνων, ως προς τους οποίους επιδιώκεται με αυτήν και με βάση τις επικαλούμενες πλημμέλειες είναι δυνατή, η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη κατά το μέρος της που στρέφεται εναντίον εκείνων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος τους οποίους δεν αφορά η αποδιδόμενη μ’ αυτήν πλημμέλεια και ως προς τους οποίους, συνακόλουθα, δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί η απόφαση και αν ακόμα ευδοκιμήσει ο λόγος αυτός αναίρεσης (ΑΠ 1353/2019, ΑΠ 125/2006, ΑΠ 443/2005).

Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει η ακόλουθη διαδικαστική διαδρομή της υπόθεσης: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία “. ΑΝΩΝΥΜΗ Εταιρεία Εκμετάλλευσης Ακινήτου Περιουσίας και Εταιρικών Συμμετοχών”, εκμισθώτρια και ιδιοκτήτρια περιγραφόμενου λεπτομερώς μισθίου ακινήτου, με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 17-12-2014 (αριθμ. εκθ. κατ. ./19-12-2014) αγωγή της, απευθυνόμενη κατά των εναγομένων, 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία “CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD”, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας,, με την επωνυμία “ΜΑRFIΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”., 2) ., 3) ., 4) ., 5) . [στη θέση τού οποίου πλέον συνεχίζει τη δίκη ο ., δικηγόρος, ορισθείς ως δικαστικός εκκαθαριστής, δυνάμει των ειδικότερα αναφερόμενων αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου για την εκκαθάριση της κληρονομιάς αυτού (αρχικού διαδίκου), αποβιώσαντος την 5-11-2016], υπό την ιδιότητά τους ως μελών του ΔΣ της μισθώτριας εταιρείας και 6) ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία “CΝΡ ΑSFALISTIKI LTD” ισχυρίστηκε ότι, στις 5 Μαΐου 2010 το μίσθιο ακίνητο της ιδιοκτησίας της κατέστη στόχος εμπρησμού κατά τη διάρκεια διαδήλωσης ! από αγνώστους οι οποίοι έριξαν βόμβες μολότοφ στο εσωτερικό του ισογείου του, γεγονός που είχε ως επακόλουθο την πρόκληση πυρκαγιάς και την εξαιτίας αυτής εκτεταμένων ζημιών στο μίσθιο. Ότι για την πρόκληση των ζημιών υπέχουν αδικοπρακτική ευθύνη η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία ως μισθώτρια και οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των εναγόμενων, ως μέλη του ΔΣ αυτής. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική δίκη μέρος: α) να υποχρεωθούν εις ολόκληρον οι πρώτη, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των εναγόμενων να της καταβάλουν ως αποζημίωση για την αποκατάσταση των ζημιών τις οποίες υπέστη το μίσθιο ακίνητο της ιδιοκτησίας της, το ποσό των 1.236.245,28 ευρώ (μετά του ΦΠΑ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, β) να αναγνωριστεί ότι οι πρώτη, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των εναγόμενων, ευθυνόμενοι ο καθένας εις ολόκληρον, υποχρεούνται να της καταβάλλουν τα ποσά των 900.000 ευρώ για τη μείωση της εμπορικής αξίας του μισθίου και των 300.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, αμφότερα τα κονδύλια με το νόμιμο τόκο από 5-5-2010, άλλως από την επίδοση της αγωγής, γ) να αναγνωριστεί ότι η έκτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να καταβάλλει απευθείας στην “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ”, ως δικαιούχου του ασφαλίσματος του αναφερομένου ασφαλιστηρίου πυρός, ως προσημειούχου της δανείστριας τράπεζας, ενεχόμενη εκ της συμβάσεως και εκ του νόμου, ό,τι η ασφαλιζόμενη πρώτη εναγόμενη υποχρεωθεί να καταβάλλει και μέχρι του ποσού της ευθύνης της των 334.000 ευρώ και δ) να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται η πρώτη εναγόμενη να καταβάλλει απευθείας στην “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ”, ως εκδοχέα ενεχυρούχου δανείστριας τράπεζας των μισθωμάτων και για την ισόποσο πληρωμή των από 25-7-2007 και 5-12-2008 ομολογιακών δανείων με εκδότρια αυτή (ενάγουσα) και εκπρόσωπο (δανείστρια) την “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ”, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, το ποσό των 1.208.248 ευρώ, που αντιστοιχεί στα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από 1-5-2013 έως 31-12-2014, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε μηνιαίο μίσθωμα ήταν καταβλητέο, ήτοι την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε ημερολογιακού μηνός, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, η ενάγουσα, ήδη αναιρεσείουσα, με το από 11-11-2015 αυτοτελές δικόγραφό της ενώπιον του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανακοίνωσε τη δίκη και προσεπικάλεσε την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ”, ήδη έβδομη αναιρεσίβλητη, να παρέμβη στην εκκρεμή μεταξύ της ιδίας και των εναγόμενων κύρια δίκη, ανοιγείσα κατόπιν της από 17-12-2014 αγωγής της, ως αναγκαία ομόδικός της, και, επικουρικώς, ζήτησε να ισχύσει η προσεπίκληση κατά μετατροπή ως ανακοίνωση δίκης. Επιπροσθέτως, η πρώτη εναγόμενη, ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη, με το από 18-3-2015 αυτοτελές δικόγραφό της ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου ανακοίνωσε τη δίκη και προσεπικάλεσε την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ”, ήδη έβδομη αναιρεσίβλητη, να παρέμβη στην εκκρεμή μεταξύ της ιδίας και της ενάγουσας κύρια δίκη, ανοιγείσα κατόπιν της από 17-12-2014 αγωγής της τελευταίας, ως αναγκαία ομαδικός της, και, επικουρικούς, ζήτησε να ισχύσει η προσεπίκληση κατά μετατροπή ως ανακοίνωση δίκης. Η προσεπικληθείσα, με την ως άνω πρώτη (από 11-11-2015) προσεπίκληση, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ”, δεν εμφανίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την υπ’ αριθ. 382/2018 οριστική απόφασή του, α) παρέπεμψε την αγωγή, i) κατά το μέρος που απευθυνόταν κατά των δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου των εναγόμενων, προς εκδίκαση στο αρμόδιο κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και ii) κατά το μέρος που απευθυνόταν κατά έκτης εναγόμενης, προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ύλην και κατά τόπο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, β) απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και γ) έκρινε ότι η δεύτερη (από 18-3-2015) προσεπίκληση έχει ισχύ ανακοίνωσης δίκης, κατ’ άρθρο 91 ΚΠολΔ. Κατά της τελευταίας απόφασης η κυρίως ενάγουσα-προσεπικαλούσα άσκησε την από 16-7-2018 έφεση. Η έφεση απευθύνθηκε και κατά της ανωτέρω προσεπικληθείσας (με την από 11-11-2015 προσεπίκληση), έβδομης αναιρεσίβλητης, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ”. Η τελευταία, εμφανίστηκε μεν στο Εφετείο, πλην όμως, δεν άσκησε παρέμβαση υπέρ της ήδη αναιρεσείουσας-εκκαλούσας, που την προσεπικάλεσε. Επ’ αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 5541/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση της ενάγουσας (ήδη αναιρεσείουσας), εξαφάνισε μερικώς την εκκαλούμενη απόφαση μόνο κατά τα κεφάλαιά της, περί παραπομπής της αγωγής προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και περί απόρριψης του αγωγικού κονδυλίου μείωσης της εμπορικής αξίας του μισθίου ακινήτου, αφού δε κράτησε και δίκασε την ένδικη αγωγή, απέρριψε αυτήν, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Εφόσον, όμως, η ανωτέρω προσεπικαλούμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ”, δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ως άνω προσεπικαλούσας-ενάγουσας τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια δίκη, δεν κατέστη διάδικος στη δίκη μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγόμενης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης. Επομένως, η ενάγουσα, της οποίας η έφεση απορρίφθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και ήδη άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, δεν δικαιούτο να την απευθύνει κατ’ αυτής (προσεπικαλούμενης), η οποία δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που ορίζει το άρθρο 558 ΚΠολΔ. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς την έβδομη αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, κατ’ αυτεπάγγελτη κρίση του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 577 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176,183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας (έβδομης αναιρεσίβλητης, “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ”), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς την έκτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία “CΝΡ ASFALISTIKI LTD”, κατ’ αυτεπάγγελτη κρίση του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 577 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθόσον οι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τους αριθμούς 8, 9, 10, 11γ, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεν αναφέρονται σ’ αυτήν, ως προς την οποία τόσο με την απόφαση του πρωτοβαθμίου όσο και του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κρίθηκε ότι αρμόδιο προς εκδίκαση της κατ’ αυτής ένδικης αγωγής είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (δικάζον κατά την τακτική διαδικασία) και να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176,183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας (έκτης αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία “CΝΡ ASFALISTIKI LTD”), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Κατά τα λοιπά, η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νομότυπα με την κατάθεση του δικογράφου αυτής στη Γραμματεία του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (στις 9-2-2022), ήτοι εντός της διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευσή της (28-9-2020), σύμφωνα με το άρθρο 564 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως ισχύει για τα ένδικα μέσα που ασκούνται από 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ν. 4335/2015), εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε η αναιρεσείουσα επικαλείται επίδοση αυτής (άρθρα 495, 552, 553 παρ. 1β, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως είναι παραδεκτή, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ), όσον αφορά τους πρώτη, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο των εναγόμενων.

Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα, 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αυτός . που προκαλεί επικίνδυνες καταστάσεις, οφείλει, κατά την καλή πίστη να λάβει όλα τα κατά τις περιστάσεις προστατευτικά μέτρα που είναι αναγκαία,, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, της τέχνης και της κοινής πείρας, για την αποτροπή ζημιών τρίτων, έστω και αν η υποχρέωση δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, διότι αν προβλέπεται η παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά ήδη το παράνομο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 592, 594, 599 ΑΚ σε συνδυασμό προς το άρθρο 330 του ιδίου κώδικα, προκύπτει, ότι ο μισθωτής έχει υποχρέωση να χρησιμοποιεί το μίσθιο, κατά τη διάρκεια της μίσθωσης με την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια και όπως ειδικότερα έχει συμφωνηθεί, να αποδώσει δε τούτο στην κατάσταση που το παρέλαβε. Έτσι, ο μισθωτής έχει υποχρέωση αφενός μεν να αποφεύγει κάθε αυθαίρετη, χωρίς τη συναίνεση του εκμισθωτή, επέμβαση στο μίσθιο, εξαιτίας της οποίας αλλοιώνεται ουσιωδώς η γενική και ειδική διαμόρφωση, διάταξη και όψη του μισθίου, αφετέρου δε να μην προκαλεί στο μίσθιο φθορές, με εξαίρεση εκείνες που προκλήθηκαν από τη συνήθη χρήση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Σε περίπτωση υπαίτιας αθέτησης της υποχρέωσής του αυτής, ο μισθωτής ευθύνεται να αποκαταστήσει κάθε θετική και αποθετική ζημία, που υφίσταται ο εκμισθωτής από τις αυθαίρετες μεταβολές του μισθίου και τις ανεπίτρεπτες, που δεν δικαιολογούνται από τη συνήθη χρήση, φθορές του (ΑΠ 156/2021, ΑΠ 513/2009, ΑΠ 1413/2008). Η ευθύνη του μισθωτή μπορεί να απορρέει, τόσο από τη σύμβαση, λόγω της απ’ αυτήν ως άνω υποχρέωσής του περί παραδόσεως του μισθίου κατά τη λήξη της μίσθωσης στην προσήκουσα κατάσταση, όσο και από αδικοπραξία, λόγω παραβίασης της γενικής αρχής “του μη ζημιούν άλλον υπαιτίως”, διότι η ευθύνη από την παράβαση της τελευταίας αυτής υποχρέωσης δύναται να γεννηθεί και χωρίς την ύπαρξη του ενοχικού δεσμού (ΑΠ 422/1998). Η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία, όπως τις μελλοντικές δαπάνες του εκμισθωτή για την επανόρθωση των μη οφειλόμενων στη συνήθη χρήση φθορών του μισθίου ή σε περίπτωση καταστροφής τη δαπάνη για την αντικατάσταση αυτού (ΑΠ 495/2008), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, το οποίο συνίσταται στην εξαιτίας του επιζήμιου γεγονότος ματαίωση της βασίμως προσδοκώμενης αύξησης της περιουσίας του, όπως ιδίως η απώλεια μισθωμάτων από την αδυναμία εκμίσθωσης του μισθίου σε τρίτους ή η διαφορά από την είσπραξη μειωμένου μισθώματος σε περίπτωση κατάρτισης νέας σύμβασης μίσθωσης (ΑΠ 204/2000, ΑΠ 1597/1995). Ο μισθωτής, έχει ευθύνη για αποκατάσταση της ζημίας του εκμισθωτή, από την παραβίαση των υποχρεώσεών του για την με επιμέλεια χρήση του μισθίου και την προστασία αυτού και αποτροπή κινδύνου ζημιών. Αυτή την ευθύνη έχει είτε οι ζημίες που προκλήθηκαν στο μίσθιο και δεν δικαιολογούνται από τη συνηθισμένη χρήση οφείλονται σε πταίσμα του ίδιου, είτε οφείλονται σε πταίσμα του υπομισθωτή στον οποίο υπεκμίσθωσε το μίσθιο, ή σε πταίσμα των προστηθέντων από αυτόν ή σε πταίσμα γενικά των βοηθών εκπληρώσεως στους οποίους παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου ή τους επιτράπηκε η χρήση αυτού. Εάν η ζημία προέρχεται από τα ως άνω τρίτα πρόσωπα και συντρέχουν σ’ αυτά οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας του άρθρου 914 ΑΚ, τότε σε αποζημίωση του εκμισθωτή ευθύνονται τόσο ο μισθωτής όσο και τα πρόσωπα αυτά εις ολόκληρον. Βοηθός δε εκπληρώσεως είναι κάθε πρόσωπο στο οποίο επέτρεψε ο μισθωτής, έστω και προσωρινά, τη χρήση του μισθίου, όπως είναι και οι σύνοικοι. Και τα πρόσωπα αυτά που είναι στη χρήση του μισθίου, καταλαμβάνονται από την παρεπόμενη ως άνω υποχρέωση του μισθωτή για την με επιμέλεια χρήση του μισθίου, τη μη πρόκληση σ’ αυτό φθορών που δεν δικαιολογούνται από τη συνηθισμένη χρήση του και την προστασία τούτου από κινδύνους ζημιών (ΑΠ 1807/2017). Επομένως, σε περίπτωση πρόκλησης τέτοιων φθορών στο μίσθιο από το βοηθό εκπληρώσεως, στον οποίο παραχωρήθηκε από το μισθωτή η χρήση του μισθίου, ο εκμισθωτής, ενόψει του ότι δεν τελεί σε συμβατικό σύνδεσμο προς αυτόν, δικαιούται να ασκήσει κατά του βοηθού αγωγή με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914, 919 ΑΚ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη), να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εφόσον οι πιο πάνω έννοιες της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες, η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτών, με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας κρίνει, εάν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία 5 του ζημιογόνου αποτελέσματος που επήλθε (ΑΠ 641/2011, ΑΠ 1015/2010). Αντιθέτως, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, περί του ότι, στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 156/2021, ΑΠ 649/2019, ΑΠ 1617/2017, ΑΠ 706/2016). Περαιτέρω, και το νομικό πρόσωπο ευθύνεται, κατά το άρθρο 71 του ΑΚ, για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν και υποχρεούται σε αποζημίωση του ζημιωθέντος, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη των οργάνων του έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί, πρέπει, δηλαδή να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, αδιάφορα αν το όργανο ενήργησε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του ή κατά κατάχρηση της εξουσίας του. Στην περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης, τότε ευθύνεται και αυτό εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο, ήτοι, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη, με το νομικό πρόσωπο, υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του νομικού προσώπου… Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτή δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρείας, είναι, όμως, δυνατή η ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ή 919 ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρεία κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών κατ’ άρθρα 914, 919, 932 ΑΚ (ΑΠ 427/2013). Μάλιστα, σε περίπτωση συλλογικής διοίκησης του νομικού προσώπου (άρθρο 65 ΑΚ), από τη δράση της οποίας στο πλαίσιο των άρθρ. 67 και 68 ΑΚ ανέκυψε αδικοπρακτική ευθύνη του νομικού προσώπου! δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης κάθε μέλους της διοίκησης για τη θεμελίωση υποχρέωσής του προς αποζημίωση του ζημιωθέντος από το αδίκημα, μπορεί όμως το κάθε μέλος να αμφισβητήσει, κατ’ ένσταση, την προσωπική ευθύνη του, ισχυριζόμενο ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικά υπαίτιο για τη διάπραξη του αδικήματος. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ο νόμιμος εκπρόσωπος ή το μέλος του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται, όμως, κατά τις παραπάνω διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (ΑΠ 704/2017, ΑΠ 271/2015, ΑΠ 1723/2014, ΑΠ 1716/ 2012). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοσθέντα κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 796/2023). Με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 322/2023, ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1753/2017). Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 796/2023). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 796/2023, ΑΠ 50/2020, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 708/2017). Τέλος, κατά τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ επιτρέπεται αναίρεση και όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά, χωρίς να απαιτείται η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 667/2018, ΑΠ 886/2017, ΑΠ 34/2016, ΑΠ 10/2008). Ο όρος “πράγματα” στη διάταξη αυτή είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, νοούνται δηλαδή ως “πράγματα” οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, ή αντένστασης, οχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων και προβάλλονται προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου ή τα πορίσματα των αποδείξεων, τα οποία το δικαστήριο εκτιμά ανελέγκτως, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 15/2021, ΑΠ 667/2018, ΑΠ 34/2016, ΑΠ 1209/2010).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο αναφέρει ότι έλαβε υπόψη και τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και είναι μεν αληθές ότι οι καταθέσεις αυτές περιέχονται στα υπ’ αριθμ. 382/2018 πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που συνετάγησαν κατά τη συνεδρίασή του, κατά την οποία και εξετάστηκαν οι μάρτυρες και μετά την οποία εκδόθηκε η προαναφερθείσα (υπ’ αριθμ. 382/2018) οριστική απόφαση και όχι στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 5541/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η αναγραφή αυτή του Εφετείου οφείλεται σε προφανή παραδρομή, που καμμιά επιρροή δεν ασκεί στην προκειμένη περίπτωση, αφού δεν καταλείπεται καμμιά αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τις, μόνες άλλωστε, καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν κατά συνεδρίαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα προαναφερόμενα υπ’ αριθμ. 382/2018 πρακτικά του. Επομένως, η προβαλλόμενη με τον πρώτο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ αιτίαση, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη ανύπαρκτες καταθέσεις μαρτύρων, είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ‘Ή ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) συνεστήθη δυνάμει του με αριθμό ./7.12.2000 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ., που εγκρίθηκε με την με αριθμό ./12.2000 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης που καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανώνυμων Εταιριών της Νομαρχιακής Διοίκησης Θεσσαλονίκης και δημοσιεύτηκε νόμιμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης. Δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./30.12.2005 συμβολαίου, της συμβολαιογράφου Αθηνών . όσο και του με αριθμό ./16.12.2005 συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου, τα οποία έχουν νομίμως μεταγράφει στο βιβλίο μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, περιήλθε στην κυριότητά της νεοκλασικό κτίριο επί της οδού Σταδίου αριθμός 23 στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας και στο οποίο δυνάμει της υπ’ αριθμ../9.6.1989 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών . που έχει νόμιμα μεταγράφει στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών είχαν συσταθεί δύο αυτοτελείς ανεξάρτητες ιδιοκτησίες πολυκαταστήματα, εμβαδού 236 τ.μ. και 673,18 τ.μ. αντιστοίχως, ανήκουσες στους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας . και ., οι οποίες το έτος 1991 συνενώθηκαν υλικά. Δυνάμει των από 4-6-1991 Ιδιωτικών συμφωνητικών μίσθωσης που υπογράφηκαν μεταξύ των άνω δικαιοπαρόχων της ενάγουσας και της εταιρίας “. Α.Ε.”, αυτοί εκμίσθωσαν στην τελευταία εταιρεία τις ανήκουσες σε αυτούς οριζόντιες ιδιοκτησίες, με σκοπό στις μισθώσεις να εισέλθει η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία ‘ΈΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.’, η οποία και τελικώς υπεισήλθε σε αυτές και το μίσθιο χρησιμοποιήθηκε για την άσκηση σε αυτό τραπεζικών εργασιών. Το έτος 1991 η τότε μισθώτρια τράπεζα ’ΈΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.” με την υπ’ αριθμ.. 2128/1991 οικοδομική άδεια της Διεύθυνσης της Πολεοδομίας Αθηνών όπως αυτή αναθεωρήθηκε με την με αριθμό 602/1993 αναθεώρησή της προέβη στην ενοποίηση των δύο μισθίων και σε αλλαγές στον φέροντα Οργανισμό. Στην συνέχεια δυνάμει των από 21-7-2000 ιδιωτικών συμφωνητικών τροποποιήθηκαν τα από 4-6-1991 ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης, αφενός για την οριζόντια ιδιοκτησία εμβαδού 236 τ.μ. παρατείνοντας, την ισχύ της αρχικής μίσθωσης για το χρονικό διάστημα από 1-7-2000 έως 30-6-2012 και το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 16.578,82 ευρώ αυξανόμενο ετησίως κατά ποσοστό ίσο με το σύνολο της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγουμένου έτους, όπως αυτή υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.), πλέον δύο ποσοστιαίων μονάδων και αφετέρου για την όμορη οριζόντια ιδιοκτησία εμβαδού 673,18 τ.μ. παρατείνοντας την ισχύ της αρχικής μίσθωσης για μία ακόμα 12ετία ήτοι για το χρονικό διάστημα από 1-7-2000 έως 30-6-2012 και ορίζοντας το μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 33.207.44 ευρώ αυξανόμενο ετησίως κατά ποσοστό ίσο με το σύνολο μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγουμένου έτους, όπως αυτή υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.), πλέον δύο ποσοστιαίων μονάδων. Δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./30.12.2005 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών . όσο και του με αριθμό ./16.12.2005 συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου η ενάγουσα υπεισήλθε στις μισθώσεις ως νέος κτήτορας ενώ από το 2007 και η μισθώτρια Τράπεζα “ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.” υποκαταστάθηκε στις μισθωτικές σχέσεις από την “ΜΑRFIN ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.” (σ.σ. καθολική διάδοχο της πρώτης εναγόμενης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης). Επίσης με τα από 31-7-2009 ιδιωτικά συμφωνητικά επήλθε τροποποίηση των μισθωτικών συμβάσεων και ορίστηκε για το χρονικό διάστημα από 1-8-2009 έως 30-6-2010 για μεν την οριζόντια ιδιοκτησία εμβαδού 236 τ.μ. το ποσό των 22.690,68 ευρώ ως μηνιαίο μίσθωμα, για δε την οριζόντια ιδιοκτησία εμβαδού 673,18 τ.μ. το ποσό των 45.464,56 ευρώ και συνολικά το ποσό των 68.155,24 ευρώ και για το επόμενο μισθωτικό έτος από 1-7-2010 έως 30-6-2011 καθώς και για κάθε επόμενο έτος μίσθωσης προβλέφθηκε ότι το μηνιαίο μίσθωμα θα αυξάνεται ετησίως με το σύνολο της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγουμένου έτους, όπως αυτή υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.). Την 5-5-2010 ενόσω διαρκούσε η μισθωτική σχέση είχε προγραμματιστεί πανελλαδική απεργία των συνδικάτων ΓΕΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ ενόψει της συζητήσεως στη Βουλή των Ελλήνων του πρώτου “μνημονίου”, καθώς επίσης είχε προγραμματισθεί για την ίδια ημέρα και ώρα 11 :00 πορεία συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας με σκοπό την διαμαρτυρία, κατά των οικονομικών μέτρων που είχαν αποφασίσει το ΔΝΤ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ΕΚΤ. Η ανωτέρω πορεία, η οποία αναμενόταν να είναι πολυπληθής, θα διερχόταν και από την οδό Σταδίου έμπροσθεν του ανωτέρω μισθίου. Περί ώρα 13:45 ομάδα νεαρών ατόμων, φορώντας κουκούλες και έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, επιχείρησε να θραύσει τους υαλοπίνακες του καταστήματος ΙΑΝΟΣ, το οποίο βρισκόταν απέναντι και αριστερά του μισθίου. Η κίνηση αυτή, αλλά και η ρίψη πετρών και μαρμάρων σε αστυνομικούς της ομάδας ΜΑΤ, που είχαν παραταχθεί έμπροσθεν του μισθίου, παρέχοντας ένα είδος ασφάλειας στους εργαζομένους σε αυτό, είχε ως αποτέλεσμα τα ΜΑΤ να μετακινηθούν από το σημείο έξωθεν του μισθίου και να κινηθούν προς την πλατεία Συντάγματος. Την στιγμή εκείνη ομάδα των νεαρών ατόμων του αντιεξουσιαστικού χώρου έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, εκμεταλλευόμενα το συνωστισμό και την μετακίνηση των αστυνομικών δυνάμεων, επιτέθηκαν κατά του μισθίου. Ειδικότερα τα ανωτέρω άτομα, αφού έθραυσαν με τρια-τέσσερα κτυπήματα, με τεμάχια από πλάκες μαρμάρων και μεταλλικό αντικείμενο βαριοπούλα ή λοστό, τους υαλοπίνακες της προσόψεως του μισθίου, στην συνέχεια περιέβρεξαν με εύφλεκτο υγρό το εσωτερικό τμήμα της αριστερής πλευράς του ισογείου χώρου του μισθίου (…) και ακολούθως έριξαν εντός του μισθίου ενεργοποιημένους αυτοσχέδιους εμπρηστικούς – εκρηκτικούς μηχανισμούς (βόμβες μολότοφ), με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλη πυρκαγιά και την ολοκληρωτική καταστροφή του μισθίου. Για την καταστροφή του μισθίου δεν φέρει καμία υπαιτιότητα η μισθώτρια τραπεζική εταιρεία αλλά αυτή οφείλεται αποκλειστικά στις ενέργειες των άνω ατόμων με αποτέλεσμα να επήλθε λύση της μίσθωσης και μη υποχρέωση καταβολής μισθωμάτων. Επίσης εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η μισθώτρια, που δεν ευθύνεται για την ολική καταστροφή του μισθίου, δεν έχει και υποχρέωση για την αποκατάσταση αυτού ούτε για την οποιαδήποτε μείωση της εμπορικής του αξίας, το τελευταίο δεν αίρεται από το άρθρο 10 των από 4-6-1991 συμβάσεων μισθώσεων που αναφέρεται σε επισκευή του μισθίου και όχι σε εξ ολοκλήρου κατασκευή του μισθίου σε περίπτωση ολικής καταστροφής αυτού…”. Στη συνέχεια, το Εφετείο, αφού παρέθεσε διατάξεις της ΥΑ 3015/30/6 (ΦΕΚ Β’ 536/23-3-2009), της ΠυρΔ3/1981 και αυτούσιες νομικές σκέψεις σχετικά με αυτές της υπ’ αριθ. 370/2018 απόφασης του Αρείου Πάγου, οποία εκδόθηκε επί αγωγών, με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση μη περιουσιακής ζημίας παθόντων εργαζομένων στο άνω τραπεζικό κατάστημα της πρώτης εναγόμενης (ή μελών της οικογένειας θανόντων), εξαιτίας του βιοτικού συμβάντος της 5-5-2010, στα πλαίσια έρευνας του εργατικού ατυχήματος, δέχθηκε, επί λέξει, τα ακόλουθα: ’’ Εδώ πρέπει να τονισθούν τα εξής: 1) Κατά το χρόνο του βιοτικού συμβάντος που συνιστά το αντικείμενο της υπόθεσης αυτής (5-5-2010) ίσχυε η ΥΑ 3015/30/6 (ΦΕΚ δ’ 536/23-3-2009), με τον τίτλο “Καθορισμός όρων ασφαλείας καταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων”. Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 παρ.1 αυτής, οι διατάξεις της εφαρμόζονται σε όλα τα καταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων, που λειτουργούν ή πρόκειται να λειτουργήσουν σε ολόκληρη την επικράτεια. Και ως όροι ασφαλείας νοούνται τα μέτρα φυσικής και τεχνικής προστασίας, τα οποία υποχρεούνται να λαμβάνουν οι φορείς στους οποίους ανήκουν τα καταστήματα αυτά προς πρόληψη εγκληματικών πράξεων κατά της περιουσίας, του προσωπικού και των πελατών των εν λόγω καταστημάτων. Όπως συνάγεται από την απαρίθμηση μέτρων ασφαλείας που ακολουθεί στο άρθρο 2 παρ.1 της ΥΑ 3015/30/6 (συστήματα συναγερμού, χρονοκαθυστέρησης, καταγραφής κινήσεως προσώπων, θυρών ασφαλείας εισόδου – εξόδου κ.λπ.), αυτά αποβλέπουν, κυρίως, στην αποτροπή ή τη ματαίωση εγκληματικών πράξεων που έχουν ως στόχο την περιουσία των πιστωτικών ιδρυμάτων και ενδέχεται κατά την εκτέλεσή τους να επιφέρουν πλήγματα σε βάρος του προσωπικού ή της πελατείας. Παράλληλα, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 περ. θ’ και παρ.2 περ. ε’ της ΥΑ 3015/30/6, οι ως άνω φορείς έχουν την υποχρέωση να καταρτίζουν σχέδιο ασφαλείας, το οποίο διαβιβάζεται στη Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας για ενημέρωση (η υποχρέωση αυτή μεταφέρθηκε λίγους μήνες αργότερα από την παρ.1 περ. θ’, στην παρ.2 περ. Γ του ίδιου άρθρου, βλ. άρθρο 1 παρ.5 της ΥΑ 3015/30/6-ε’,ΦΕΚ 8’1393/6-9-2010) και να φροντίζουν για την περιοδική εκπαίδευση και παροχή οδηγιών στο προσωπικό, σχετικά με τις ενέργειες και τη συμπεριφορά που πρέπει να επιδεικνύει κατά το χρόνο που διαπράττεται ληστεία ή άλλη παράνομη πράξη και αμέσως μετά από αυτές. Τέλος, σχετικά με τις προσόψεις, στο άρθρο 2 παρ.3 περ. β’ της ΥΑ 3015/30/6 (όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 1 της ΥΑ3015/30/6- δ, ΦΕΚ Β’ 196/26-2-2010 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.3 της ΥΑ 3015/30/6-ε, ΦΕΚ Β’ 1393/6-9-2010) ορίζεται ότι “Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εξωτερικά των καταστημάτων του άρθρου 1 εγκαθίστανται ρολά από ειδικό συμπαγές υλικό ή άθραυστοι υαλοπίνακες (προθήκες)., μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του διευθυντή της οικείας Διεύθυνσης Ασφαλείας ή Αστυνομικής Διεύθυνσης, η οποία εκδίδεται μετά από αυτοψία που διενεργείται από το διοικητή του οικείου Τμήματος Ασφαλείας ή της Υπηρεσίας που ασκεί αρμοδιότητες ασφαλείας στην περιοχή αυτή. Η αυτοψία πραγματοποιείται το μήνα Σεπτέμβριο κάθε έτους και εκτάκτως όταν επιβάλλεται από ειδικούς λόγους. Για την έκδοση της απόφασης αυτής λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, η εγκληματικότητα ή η πραγματοποίηση συναθροίσεων ή συγκεντρώσεων στην περιοχή, η διάπραξη στο κατάστημα φθορών ή ληστείας με θραύση των υαλοπινάκων, καθώς και η διακίνηση από το κατάστημα μεγάλων χρηματικών ποσών ή η φύλαξη σ’ αυτό αντικειμένων σημαντικής αξίας. Η απόφαση κοινοποιείται στο διευθυντή του καταστήματος, ο οποίος έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του οικείου γενικού αστυνομικού διευθυντή εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση της. Ο γενικός αστυνομικός διευθυντής αποφασίζει εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την υποβολή της προσφυγής. Οι φορείς των πιστωτικών ιδρυμάτων υποχρεούνται στην υλοποίηση του μέτρου εντός δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στο διευθυντή του καταστήματος και σε περίπτωση προσφυγής από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόρριψης αυτής”. Σύμφωνα με την παρ.3 περ. β1 της ως άνω ΥΑ, η υποχρέωση τοποθέτησης ρολών ασφαλείας ή άθραυστων υαλοπινάκων προβλέπεται ως μέτρο επιβαλλόμενο από την αστυνομική αρχή, που είναι αρμόδια για τη στάθμιση της αναγκαιότητάς του. Τέλος, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 της ΥΑ 3015/30/6, ο έλεγχος της εφαρμογής των μέτρων ασφαλείας γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή και συνδέεται με τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας του εκάστοτε συγκεκριμένου καταστήματος του υπόχρεου πιστωτικού ιδρύματος, ενώ η παράλειψη των μέτρων συνεπάγεται οικονομικές κυρώσεις. Εξ όλων των ως άνω διατάξεων της ΥΑ 3015/30/6 συνάγονται τα εξής: Α) Με αυτές δεν γίνονται ειδικές προβλέψεις για την περίπτωση πυρκαγιάς, εμπρησμού ή τρομοκρατικής ενέργειας σε βάρος καταστήματος πιστωτικού ιδρύματος ή του προσωπικού ή της πελατείας αυτού. Β) Η υποχρέωση τοποθέτησης ρολών ασφαλείας ή άθραυστων υαλοπινάκων, εφ’ όσον δεν επιβληθεί από την αρμόδια αρχή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στα μέτρα πρόνοιας, τα οποία οίκοθεν οφείλει να τηρεί ο εργοδότης-μισθωτής. Διότι ένα μέτρο πρόνοιας προσδιορίζεται από την επιμέλεια που οφείλει και μπορεί να επιδείξει ο μέσος εργοδότης μισθωτής, για την αντιμετώπιση κινδύνων που μπορούν να αναμένονται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Η σχέση αυτή, όμως, ανατρέπεται σε περίπτωση μιας δόλιας εγκληματικής ενέργειας και, μάλιστα, οργανωμένης και τρομοκρατικής, την οποία ο μέσος εργοδότης μισθωτής ούτε υποχρέωση, αλλά ούτε και δυνατότητα έχει να προβλέψει ή να αποτρέψει. Και Γ) Επιβάλλεται γενική υποχρέωση αφ’ ενός για την κατάρτιση σχεδίου ασφαλείας σε περίπτωση κινδύνων και αφ’ ετέρου για την εκπαίδευση του προσωπικού ως προς τη σωστή εφαρμογή του. 2) Κατά την 5-5- 2010 ήταν σε ισχύ η πυροσβεστική διάταξη (στο εξής: ΠυρΔ) 3/1981,η οποία καταργήθηκε ήδη με το άρθρο 21 της ΥΑ 14980 Φ.700.5/2015 (ΦΕΚΒ’ 529/3-4-2015). Σύμφωνα με το άρθρο 1 της ΠυρΔ, αυτή αποβλέπει στον προσδιορισμό των μέτρων πυροπροστασίας στις αίθουσες συγκεντρώσεως κοινού. Τέτοιες θεωρούνται τα κτίρια ή τμήματα κτιρίων […], στα οποία συγκεντρώνεται κοινό για κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές, ψυχαγωγικές, επιστημονικές και αθλητικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες, καθώς και για την αναμονή συγκοινωνιακών μέσων, όπως συνεδριακά κέντρα, αίθουσες διαλέξεων, συναυλιών, Δικαστηρίων, συμβουλίων, αμφιθέατρα και μεγάλες αίθουσες διδασκαλίας, ναοί, χώροι εκθέσεων, μουσεία, […], αίθουσες γυμναστικής, άθλησης, χορού, εντευκτήρια, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία, κέντρα διασκέδασης, λέσχες μπαρ”. Αν και η απαρίθμηση αυτή είναι ενδεικτική και αναφέρεται σε “οικονομικές” “εκδηλώσεις και δραστηριότητες”, κατά την αληθινή της έννοια δεν περιλαμβάνει τα καταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Αφ’ ενός, διότι κανένα από τα ενδεικτικός αναφερόμενα είδη χώρων δεν προσιδιάζει σε χώρο τραπεζικών συναλλαγών και αφ’ ετέρου, διότι σύμφωνα με την κοινή πείρα και λογική στα καταστήματα “λιανικής τραπεζικής” γίνονται μεν “οικονομικές” συναλλαγές, αλλά αυτές δεν συνιστούν ούτε “εκδηλώσεις” ούτε “δραστηριότητες”, οι οποίες εκ της φύσεώς τους συγκεντρώνουν κόσμο που παραμένει για πολύ χρόνο σε συγκεκριμένο χώρο. Στο τραπεζικό κατάστημα οι πελάτες προσέρχονται μεμονωμένα, σε ποικίλες χρονικές στιγμές μέσα στο ωράριο λειτουργίας και, ύστερα από κάποια αναμονή η οποία τόσο από αυτούς όσο και από την τράπεζα επιδιώκεται να είναι σύντομη, εξυπηρετούνται και απέρχονται. Δεν “συναθροίζονται”. Αλλά και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι σε κάποιες περιπτώσεις, η μεν προσέλευση πελατών είναι μεγάλη, η δε εξυπηρέτησή τους καθυστερεί, ως χώρος συγκέντρωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί το σύνολο του εμβαδού του τραπεζικού καταστήματος (π.χ. το υπόγειο, το πατάρι, ο χώρος των γραφείων όπου ασκείται προσωπική τραπεζική, ο χώρος πίσω από τα “γκισέ” όπου δεν μπαίνουν οι πελάτες και οι βοηθητικοί χώροι), αλλά μόνο το τμήμα που χρησιμοποιείται για την παραμονή των πελατών μέχρι να εξυπηρετηθούν από τους ταμίες, καθώς και οι διάδρομοι για την κυκλοφορία τους στο τμήμα αυτό (άρθρο 1 παρ.2 και 4 παρ.2 της ΠυρΔ 3/1981). 3) Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1 της ΠυρΔ 3/1981, ως “έξοδοι κινδύνου” θεωρούνται οι θύρες, οι οποίες οδηγούν απ’ ευθείας έξω από το κτίριο, σε ασφαλή ελεύθερο χώρο ή σε κοινόχρηστη οδό ή σε οποιαδήποτε προστατευόμενη δίοδο διαφυγής. Στην εξαιρετική περίπτωση, λοιπόν, που κάποιο κατάστημα λιανικής τραπεζικής λόγω του μεγέθους του και των ειδικών συνθηκών ήθελε θεωρηθεί ως “αίθουσα συγκέντρωσης κοινού”, θα έπρεπε να υπαχθεί στην κατηγορία Α’ “χωρητικότητα μέχρι 200 ατόμων”, στην υποκατηγορία “χώροι χωρίς σταθερές θέσεις” και στην περίπτωση “χώροι μικρότερου συνωστισμού”, όπου ο πληθυσμός υπολογίζεται με βάση την αναλογία 1 άτομο προς 1,40 τετραγωνικά μέτρα εμβαδού δαπέδου (άρθρο 4 παρ.1.Β.2 της ΠυρΔ 3/1981). Τότε, για να ισχύσει η επιβαλλόμενη από την ΠυρΔ υποχρέωση της προβλέψεως δύο εξόδων κινδύνου, θα έπρεπε το εμβαδόν του δαπέδου που χρησιμοποιείται από τους πελάτες να είναι τουλάχιστον 70 τετραγωνικά μέτρα (70μ2 /1,4 = 50 άτομα). Διότι “κατ’ εξαίρεση, αίθουσες συγκέντρωσης κοινού με πληθυσμό μικρότερο των 50 ατόμων επιτρέπεται να διαθέτουν [μόνο] μία (1) έξοδο κινδύνου, εφόσον δεν στεγάζονται σε ορόφους υποκείμενους των κυρίων εξόδων του κτιρίου” (άρθρο 7 παρ.1 της ΠυρΔ 3/1981, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ.4 του άρθρου μόνου της ΠυρΔ 3γ/1995, ΦΕΚ Β’ 717/13-8-1995). Τόσο από τις διατάξεις της ΠυρΔ 3/1981 όσο και από τις αντίστοιχες του π.δ. 71/1988 “κανονισμός πυροπροστασίας κτιρίων”, που έχει εφαρμογή μόνο επί οικοδομών οι οποίες κατασκευάσθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του (ήτοι, όχι στο Σταδίου 23, που ήταν προϋφιστάμενο νεοκλασικό κτίριο), δεν επιβάλλεται υποχρέωση να ανοίγουν οι έξοδοι κινδύνου με απλή ώθηση από μέσα προς τα έξω. Εν τούτοις, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.1 και 3, 4 και 10 παράρτημα II παρ.4.2.7 του π.δ. 16/1996 για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας περί υγιεινής και ασφαλείας των εργαζομένων προς τις διατάξεις της οδηγίας 89/654/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 30ης Νοεμβρίου 1989 “Σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας”, συνάγεται ότι και στην ένδικη περίπτωση, στην οποία επρόκειτο για χώρους εργασίας που χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από την 1-1-1995, υπήρχε υποχρέωση “να μην κλειδώνονται” οι έξοδοι κινδύνου, “ούτως ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανεμπόδιστα ανά πάσα στιγμή”. Η υποχρέωση αυτή είχε ενσωματωθεί και στο άρθρο 10 παρ.6 του “εγχειρίδιου ασφαλείας προσωπικού, πελατείας και περιουσίας” της Τράπεζας, που ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο του συμβάντος. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 12 -παρ.2 της ΠυρΔ 3/1981, πρέπει να τοποθετείται υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο σε αίθουσες συγκεντρώσεως κοινού των κατηγοριών Β’ και Γ (χωρητικότητας 201 ατόμων και άνω, δηλαδή όχι της κατηγορίας Α’, όπως εν προκειμένω) και, επί πλέον, α) σε αίθουσες συγκεντρώσεως κοινού ανεξαρτήτως κατηγορίας, εφ’ όσον βρίσκονται σε όροφο κτιρίου που υπερβαίνει σε ύψος τα 20 μέτρα και β) σε αίθουσες οιουδήποτε ορόφου, των οποίων η προσέγγιση με εύκαμπτους σωλήνες, τροφοδοτούμενους με νερό από το εξωτερικό του κτιρίου, είναι δυσχερής. Και πάλι, όμως, από την υποχρέωση αυτή (όπως και από την εναλλακτική υποχρέωση τοποθέτησης εύκαμπτου σωλήνα μήκους 15 μέτρων,1 με ακροφύσιο, του οποίου η άλλη άκρη πρέπει να προσαρμόζεται μονίμως σε κρουνό της εσωτερικής υδραυλικής εγκατάστασης, τοποθετημένο προς το σκοπό αυτό, άρθρο 12 παρ.3 της ΠυρΔ 3/1981) απαλλάσσονται όσοι εκμεταλλεύονται αίθουσες συγκέντρωσης κοινού με πληθυσμό μικρότερο των 50 ατόμων, στις οποίες θεωρείται αρκετή η πρόβλεψη τουλάχιστον 2 φορητών πυροσβεστήρων ξηράς κόνεως (άρθρο 12 παρ.1 περ. δ’ της ΠυρΔ 3/1981). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ΠυρΔ 3/1981, οι διευθυντές και οι επιχειρηματίες αιθουσών συγκεντρώσεως κοινού, κατά την έννοια της ΠυρΔ, υποχρεούνται να οργανώνουν και εκπαιδεύουν το προσωπικό τους, συνεχώς, σε θέματα πυροπροστασίας, κατάσβεσης πυρκαγιών, εκκένωσης των χώρων κ.λπ., σύμφωνα προς τα καθοριζόμενα στο οικείο Παράρτημα αυτής. Ανάλογη, γενική υποχρέωση ενημέρωσης και εκπαίδευσης των εργαζομένων, σχετικά με τους επαγγελματικούς κινδύνους και την αντιμετώπισή τους, επιβάλλεται σε όλους τους εργοδότες από τις διατάξεις του π.δ. 17/1996 “μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ” (άρθρα 1 π.αρ.3, 12 παρ.1 και 2). 4) Εξ όλων των ως άνω διατάξεων (…αρ.11, 12 και 13) συνάγονται τα εξής: Α) Τα καταστήματα λιανικής τραπεζικής δεν θεωρούνται, κατ’ αρχήν, “αίθουσες συγκέντρωσης κοινού”, κατά την έννοια της ΠυρΔ 3/1981. 8) Ακόμη και αν κάποιο από αυτά ήθελε θεωρηθεί, κατ’ εξαίρεση, τέτοιος χώρος, για την εφαρμογή των αυξημένων μέτρων πυροπροστασίας, που προβλέπονται από την ΠυρΔ 3/1981, πρέπει το εμβαδόν του χώρου, που χρησιμοποιείται μόνο για την παραμονή και κυκλοφορία των πελατών και όχι για την παροχή της εργασίας των υπαλλήλων, να είναι μεγαλύτερο από 70 τ.μ. που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, έτσι ώστε να προκύπτει θεωρητικός πληθυσμός του χώρου αυτού μεγαλύτερος από 50 άτομα. Γ) Εφ’ όσον δεν συμβαίνει αυτό, είναι ανεκτή η-πρόβλεψη μιας μόνο εξόδου κινδύνου, που πρέπει να ανοίγει με απλή ώθηση από μέσα προς τα έξω. Δ) Παρομοίως, σε χώρους συγκέντρωσης κοινού με θεωρητικό πληθυσμό μικρότερο από 50 άτομα, είναι ανεκτός για την κατάσβεση πυρκαγιών ο εφοδιασμός του προσωπικού με πυροσβεστήρες ξηρός κόνεως, που εν προκειμένω υπήρχαν (βλ. την από 5-5-2010 ΕΚΘΕΣΗ ΑΠΛΗΣ ΑΥΤΟΨΙΑΣ των ΥΠ/ΓΟΥ . και ΠΥΡΑΓΟΥ .. Ε) Υποχρέωση για πρόβλεψη εξόδου κινδύνου δεν επιβάλλεται σε όσους εκμεταλλεύονται χώρους γραφείων σε ορόφους κτιρίου, όταν σε αυτούς δεν προβλέπεται “συγκέντρωση κοινού”. Και Στ) Ο εργοδότης έχει υποχρέωση διαρκούς οργάνωσης και εκπαίδευσης του προσωπικού σε θέματα κατάσβεσης πυρκαγιών και εκκένωσης των χώρων, σύμφωνα με συγκεκριμένο σχέδιο που οφείλει να έχει καταρτίσει. Με άλλα λόγια και με ευθύνη του εργοδότη, ο κάθε εργαζόμενος πρέπει να έχει μάθει τι Θα κάνει και πώς θα το κάνει, ώστε να αποφεύγεται ο πανικός και να επιτυγχάνονται αποτελεσματικές αντιδράσεις σε περίπτωση κινδύνου. Κι αν κάποιος εργαζόμενος είναι απρόθυμος να το μάθει, πρέπει να ξέρει ότι παραβιάζει τις δικές του νόμιμες (άρθρο 13 παρ.1 και 3 του π.δ. 17/1996) υποχρεώσεις κι ότι σε περίπτωση κινδύνου που θα επιφέρει ζημία στον ίδιο, ενδέχεται να τεθεί ζήτημα συντρέχουσας δικής του υπαιτιότητας (ΑΠ 370/2018)…”. Μετά την παράθεση των διαλαμβανόμενων στην άνω υπ’ αριθ. 370/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, το Εφετείο, κατέληξε στην ακόλουθη κρίση: “…Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα αν και με διάφορη αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την παρούσα, που απέρριψε την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη όσον αφορά όλα τα κονδύλια εκτός του κονδυλίου που αφορά την μείωση της εμπορικής αξίας του μισθίου εκ ποσού 900.000 ευρώ και περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί η αγωγή όσον αφορά τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εναγόμενους και ως προς την πρώτη εναγόμενη όσο αφορά το κονδύλιο της μειώσεως της εμπορική αξίας του μίσθιου ακινήτου εκ ποσού 900.000 ευρώ…”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, [αφού προηγουμένως έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση καθ’ό μέρος στρεφόταν εναντίον των δευτέρου έως και πέμπτου των αναιρεσίβλητων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και απέρριψε ως αόριστο το επί μέρους αγωγικό κονδύλιο (μείωσης της εμπορικής αξίας του μισθίου ακινήτου), όπως προελέχθη], δέχθηκε εν μέρει την έφεση της αναιρεσείουσας, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση μόνον κατά τις διατάξεις της περί παραπομπής της αγωγής προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ως προς τους δεύτερο έως και πέμπτο των εναγομένων και απόρριψης του ως άνω αγωγικού κονδυλίου (μείωσης της εμπορικής αξίας του μισθίου ακινήτου) ως αορίστου κράτησε και δίκασε την αγωγή κατά τα άνω κεφάλαια και την απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, κατά τα λοιπά δε απέρριψε την έφεση κατ’ ουσίαν. Έτσι που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 330, 574-576, 585, 592 και 71 ΑΚ και των άρθρων 1 και 2 παρ.1 της ΥΑ 3015/30/6 (ΦΕΚ Β’ 536/23-3- 2009), συμφώνως προς τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επομένως, είναι βάσιμοι οι συναφείς τρίτος, πέμπτος, έκτος και ένατος λόγοι αναίρεσης. Περαιτέρω, το Εφετείο υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της αδικοπρακτικής ευθύνης της πρώτης αναιρεσίβλητης μισθώτριας τράπεζας και των μελών του ΔΣ αυτής (δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου των αναιρεσίβλητων), ως προς τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς παραλείψεις, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 914, 330, 300, 297 και 298 του ΑΚ, τις οποίες εσφαλμένα δεν εφάρμοσε κι έτσι παραβίασε αυτές εκ πλαγίου. Ειδικότερα, 1) δέχθηκε ότι για την ολοσχερή καταστροφή του μισθίου δεν φέρει καμία υπαιτιότητα η πρώτη εναγόμενη μισθώτρια, χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχές για τη λήψη και την τήρηση των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας, 2) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες εάν οι αποδιδόμενες παραλείψεις στη μισθώτρια τράπεζα και στα μέλη του ΔΣ αυτής, ως οργάνων του νομικού προσώπου,[α) έλλειψη τοποθέτησης στην πρόσοψη του ισογείου καταστήματος ενισχυμένων “αντιβανδαλικών” υαλοπινάκων, οι οποίοι να αντέχουν σε πολλές κρούσεις με βαριά αντικείμενα είτε ρολών ασφαλείας, β) έλλειψη ύπαρξης δεύτερης εξόδου κινδύνου προς κοινόχρηστο χώρο, γ) έλλειψη τοποθέτησης υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου ή εύκαμπτου σωλήνα συνδεομένου μόνιμα με παροχή ύδατος, δ) έλλειψη μελέτης πυρασφαλείας], ως επίσης να κλείσει το ανωτέρω κατάστημα είτε από την αρχή του ωραρίου λειτουργίας κατά την ημέρα της διαδήλωσης (5-5-2010) είτε πριν από την έναρξη της πορείας, συνετέλεσαν ή μη στην επέλευση του ως άνω αποτελέσματος, συντρεχούσης αιτιώδους συνάφειας, 3) διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί αυτοδίκαιης λύσης της μίσθωσης (στις 5-5-2010), ενώ κατά τις προηγούμενες παραδοχές της, η μίσθωση είχε παραταθεί μέχρι την 30-6-2012 και 4) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί έλλειψης υποχρέωσης της μισθώτριας τράπεζας προς αποκατάσταση των ζημιών του μισθίου και τη μείωση της εμπορικής του αξίας. Έτσι, εξ αιτίας των ανωτέρω ελλείψεων καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος σχετικά με το αν η παράλειψη λήψης των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας στο ένδικο μίσθιο συνέβαλε στην πρόκληση της πυρκαγιάς, εξαιτίας της ρίψης αυτοσχέδιων εκρηκτικών εμπρηστικών μηχανισμών (μολότοφ), την επέκταση αυτής σε ολόκληρο το κτίριο και το εξ αυτής επελθόν αποτέλεσμα της ολοσχερούς καταστροφής του μισθίου ακινήτου. Επομένως, οι τέταρτος, έβδομος και δέκατος, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβιάσεως με ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες των προαναφερομένων κανόνων ουσιαστικού δικαίου, είναι βάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή ως προς τους πρώτη (ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία “CUPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD”), δεύτερο (.), τρίτο (.), τέταρτο (.), και πέμπτο (.) των αναιρεσιβλήτων, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης (δευτέρου, όγδοου, ενδέκατου, δωδέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατου τετάρτου) από τους αριθμούς 8, 9, 11γ, και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι οποίοι καταλαμβάνονται από την αναιρετική εμβέλεια των λόγων αναίρεσης που έγιναν δεκτοί. Στη συνέχεια, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλο δικαστή από αυτόν που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρ. 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παράβολου που κατέθεσε για το παραδεκτό της αίτησης (άρθρο 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των πρώτης, δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου των αναιρεσίβλητων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αριθ. 5541/2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, 1) ως προς την έκτη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία “CΝΡ ΑSFALISTIKI LTD” και 2) ως προς την έβδομη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ”.

Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα των ως άνω αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ, για εκάστη των αναιρεσίβλητων.

Αναιρεί την υπ’ αριθ. 5541/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τα λοιπά.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.

Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου. Και ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των αναιρεσίβλητων τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιουνίου 2023.