Τι ισχύει πραγματικά και τι προβλέπει η επίμαχη διάταξη – Τι δείχνουν τα αριθμητικά στοιχεία για την έως τώρα εφαρμογή του μέτρου
«Ήδη, οι πέντε ημέρες φαίνονται πολλές στους περισσότερους εργαζομένους της ΕΕ. Τώρα στην Ελλάδα θα πρέπει να δουλεύουν έξι» σχολίασαν επικριτικά δεκάδες χρήστες στο TikTok, συμπληρώνοντας πως, μετά από αυτό, σίγουρα δεν θ’ αναζητήσουν ποτέ εργασία στη χώρα μας.
Αλλά και διεθνή μέσα ενημέρωσης, όπως οι New York Times, η Handelsblatt, ο Guardian, το BBC, η Washington Post και το CNBC, μας έβαλαν στο στόχαστρο, κάνοντας λόγο για μέτρο που θυμίζει τα μνημόνια. Μάλιστα, ο βρετανικός Guardian χαρακτήρισε το μέτρο «ανορθόδοξο» ή και «βάρβαρο», σύμφωνα με τους συνδικαλιστές, επισημαίνοντας: «Μπορεί οι εταιρείες σε χώρες ανά τον κόσμο να επεξεργάζονται την ιδέα εφαρμογής συντομότερων εβδομάδων εργασίας, αλλά στην Ελλάδα οι εργαζόμενοι ενημερώθηκαν ότι, εφεξής, μπορούν να εργάζονται και μια έκτη ημέρα, σε ένα ανορθόδοξο βήμα με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας».
Το CNBC έκανε λόγο για ένα «αμφιλεγόμενο» μέτρο, αναφέροντας ότι «οι Έλληνες εργαζόμενοι εργάστηκαν κατά μέσο όρο 1.886 ώρες το 2022, περισσότερες από τον μέσο όρο των ΗΠΑ (1.811) και τον μέσο όρο της ΕΕ (1.571)». Παρότι μας ακολουθεί η κακή φήμη του οκνηρού λαού, την οποία μας είχαν προσάψει οι Τροϊκανοί, η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες εργάζονται περισσότερες ώρες από άλλους στην Ευρώπη, ενώ αμείβονται πολύ λιγότερο.
Με βάση τα στοιχεία του 2022, σε μια συνηθισμένη εβδομάδα, οι ώρες εργασίας για άτομα ηλικίας 20-64 ετών ήταν στην ΕΕ κατά μέσο όρο 37,5 ώρες. Στην Ελλάδα καταγράφονται 41 ώρες εργασίας την εβδομάδα, ενώ ακολουθεί η Πολωνία (40,4), η Ρουμανία και η Βουλγαρία (40,2).
Μάλιστα, για το ζήτημα ρωτήθηκε και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στη διάρκεια συνέντευξής του στο CNN είχε πει εμφατικά ότι η εξαήμερη εργασία αποτελεί μύθο. «Πρόκειται για μύθο», είπε και συνέχισε: «Η Ελλάδα δεν έχει εξαήμερη εβδομάδα εργασίας. Η Ελλάδα έχει εβδομάδα πενθήμερης εργασίας. Προσφέρουμε, μάλιστα, στους εργαζόμενους τη δυνατότητα να εργάζονται τέσσερις ημέρες, εάν συμπληρώνουν τις 40 ώρες και εφόσον το συμφωνήσουν με τον εργοδότη τους. Μόνο κάτω από έκτακτες συνθήκες, στις επιχειρήσεις που λειτουργούν 7 ημέρες ανά εβδομάδα, 24 ώρες το 24ωρο -πρόκειται για μια πολύ μικρή μειονότητα-, με τη σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου, συμφωνία μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη και με σημαντική προσαύξηση στις αποδοχές, μπορεί να προστεθεί έκτη ημέρα απασχόλησης».
Πάντως, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα από το υπουργείο Εργασίας, αίτηση για την έκτακτη βάρδια υπέβαλαν μόλις 690 επιχειρήσεις, δηλαδή το 0,44% του συνόλου των επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, στο χρονικό διάστημα έως τις 15 Ιουλίου το Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ» κατέγραψε τα παρακάτω δεδομένα:
-Σύνολο εργοδοτών στη χώρα που απασχολούν εργαζόμενους με εξαρτημένη σχέση εργασίας: 326.482 εργοδότες και 382.775 παραρτήματα.
-Αίτηση για χρήση της έκτακτης βάρδιας εργασίας υπέβαλαν συνολικά: 690 επιχειρήσεις για 1.671 παραρτήματα, δηλαδή αίτηση έχει υποβάλει το 0,44% των παραρτημάτων της χώρας.
-Στις περιπτώσεις μη νόμιμης υπαγωγής με χρήση του μέτρου, η εργασία που τυχόν παρασχέθηκε από εργαζομένους κρίνεται ως παράνομη και εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις.
Κεραμέως: Δεν αλλάζει ο κανόνας της πενθήμερης εργασίας
Στον απόηχο των έντονων αντιδράσεων, η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, χαρακτήρισε ψευδείς τις αναφορές για την 6ημερη εργασία, αναφέροντας ότι ««δεν αλλάζει επ’ ουδενί ο κανόνας της πενθήμερης εργασίας, απλώς δίνεται κατ’ εξαίρεση η δυνατότητα σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις για μία ημέρα έκτακτης εργασίας, ενώ παραμένει σε ισχύ η δυνατότητα και για τετραήμερη και άλλες μορφές ευέλικτης εργασίας».
Διευκρίνισε μάλιστα ότι το μέτρο αφορά μόνο επιχειρήσεις συνεχούς λειτουργίας, όπως για παράδειγμα εργοστάσια που έχουν συνεχή λειτουργία, συνεχή παραγωγή, κυλιόμενες βάρδιες και στα οποία παρατηρούνταν έλλειψη του απαραίτητου ανθρώπινου δυναμικού για κάποιες από αυτές, για την 4η βάρδια συνήθως, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο προβλέφθηκε αυτή η δυνατότητα, με αδρές αμοιβές υπέρ των εργαζομένων. Αντίθετα, για τα συνδικάτα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, το μέτρο οδηγεί στον θάνατο της πενθήμερης εβδομάδας εργασίας και καταργεί καθιερωμένα δικαιώματα των εργαζομένων, στο όνομα της ευελιξίας».
Τι προβλέπει όμως η επίμαχη διάταξη;
Ο νόμος δίνει τη δυνατότητα για εξαήμερη εργασία στις επιχειρήσεις και τις εκμεταλλεύσεις συνεχούς λειτουργίας, που εφαρμόζουν σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
Με την εφαρμογή του 6ημέρου και με τη βούλα του νόμου επιλύεται το πρόβλημα που έχει ανακύψει κατά την οργάνωση του προγράμματος των εναλλασσόμενων βαρδιών σε επιχειρήσεις που είτε λειτουργούν 24/7 συνεχώς, είτε έχουν 24ωρη λειτουργία 5 ή 6 ημέρες την εβδομάδα, και εφαρμόζουν πενθήμερο σύστημα εργασίας για τους εργαζόμενους.
Οι εν λόγω επιχειρήσεις «συνεχούς πυράς» αδυνατούν από τη μία να βρουν νέο εξειδικευμένο προσωπικό, ενώ η απαγόρευση της 6ης ημέρας μειώνει σημαντικά την παραγωγικότητα, καθώς αδυνατούν να οργανωθούν σωστά οι εναλλασσόμενες βάρδιες, οδηγώντας έτσι πλήθος εργαζομένων στη μαύρη και αδήλωτη εργασία.
Το υπουργείο Εργασίας έχει ξεκαθαρίσει ότι το μέτρο δεν αφορά τις ΔΕΚΟ, τον δημόσιο τομέα και τις τράπεζες, ενώ εξαιρούνται της ρύθμισης ο τουρισμός και ο επισιτισμός. Σημαντικό είναι ότι για την απασχόληση την 6η μέρα, οι εργαζόμενοι αμείβονται επιπλέον με το 40% του ημερομισθίου και το 115%, αν είναι αργία.
Με βάση τη διάταξη, οι επιχειρήσεις, προκειμένου να κάνουν χρήση της έκτης μέρας της εβδομάδας, πρέπει να δηλώσουν αρχικά και υπευθύνως στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ ότι ανήκουν στη συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων. Η απασχόληση των εργαζομένων, κατά την πρόσθετη ημέρα, δεν δύναται να υπερβαίνει τις 8 ώρες, ενώ δεν επιτρέπεται η πραγματοποίηση υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης από τον εργαζόμενο.
Στην πράξη, η 6ήμερη εργασία εφαρμοζόταν και πριν, ήταν όμως σε όλες τις περιπτώσεις παράνομη και οι επιχειρήσεις απειλούνταν με διοικητικές και ποινικές κυρώσεις. Για το δε εργαζόμενο προβλεπόταν αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%. Πλέον, ο εργοδότης μπορεί να απαιτήσει υπό προϋποθέσεις την απασχόληση του εργαζόμενου και την έκτη ημέρα της εβδομάδας χωρίς να απειλείται με κυρώσεις, καταβάλλοντας απλώς στον εργαζόμενο το ημερομίσθιο της έκτης (6ης) ημέρας, προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%).
Έως εδώ, όλα βαίνουν καλώς. Από εκεί και πέρα αρχίζει η «γκρίζα» περιοχή, καθώς η 6ήμερη εργασία μπορεί να εφαρμοστεί και σε επιχειρήσεις που δεν είναι από τη φύση τους συνεχούς λειτουργίας, αλλά είναι δυνατόν να λειτουργούν κατά τις ημέρες Δευτέρα έως και Σάββατο, επί 24 ώρες, όταν αντιμετωπίζουν «εξαιρετική και απρόβλεπτη αύξηση του φόρτου εργασίας» -δηλαδή, μπορεί ο εργοδότης να επικαλεστεί απρόβλεπτο φόρτο εργασίας και να επιβάλει στους στους εργαζόμενους την 6η μέρα δουλειάς.
Από τη θεωρία στην πράξη
Τι γίνεται στην πράξη; Τις πρώτες ημέρες εφαρμογής του μέτρου αρκετές επιχειρήσεις (πχ σούπερ μάρκετ) όσο και εργαζόμενοι (λόγω της προσαύξησης της αμοιβής) επιχείρησαν να μπουν στο ΕΡΓΑΝΗ να δηλώσουν ότι επιθυμούν να εφαρμόσουν το εξαήμερο λόγω φόρτου εργασίας, αλλά το σύστημα τους «πέταγε έξω», καθώς δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του μέτρου. Ωστόσο, ορισμένες επιχειρήσεις (σύμφωνα με πληροφορίες, αλυσίδες φούρνων και ζαχαροπλαστείων) προσπάθησαν τεχνηέντως να «παραπλανήσουν» την ΕΡΓΑΝΗ, προσθέτοντας νέους ΚΑΔ, ώστε να γίνει αποδεκτό το αίτημά τους.
Το υπουργείο Εργασίας, σύμφωνα με πληροφορίες, μετά τον «θόρυβο», θα προχωρήσει σε παραμετροποίηση του συστήματος Εργάνη, ώστε να μην δέχεται άλλες επιχειρήσεις, εκτός από εκείνες συνεχούς λειτουργίας, όπως είναι οι βιομηχανίες.
Τι μπορεί να κάνει ο εργαζόμενος;
Μπορεί όμως ο εργαζόμενος να αρνηθεί να δουλέψει την 6η ημέρα; Η απάντηση είναι όχι, δεν μπορεί να αρνηθεί, εκτός αν δηλώσει ασθένεια η άλλο σοβαρό πρόβλημα. «Κατ’ αρχάς, ο νόμος δεν φαίνεται να χορηγεί δικαίωμα άρνησης στους εργαζομένους» επισημαίνει ο γνωστός δικηγόρος, εργατολόγος Γιάννης Καρούζος -σε περίπτωση που κληθούν από τον εργοδότη τους, ο οποίος ασκεί το διευθυντικό του δικαίωμα, να εργαστούν και έκτη ημέρα, κατά παρέκκλιση του πενθήμερου συστήματος εργασίας.
Οι νέες διατάξεις φαίνεται να καθιστούν την απασχόληση την έκτη ημέρα νόμιμη και άρα υποχρεωτική για τους εργαζόμενους, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι η αξίωση του εργοδότη για απασχόληση την έκτη ημέρα συνδέεται, πρώτον με τη συνδρομή εξαιρετικών συνθηκών και δεύτερον με την καταχώριση αυτής στο Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ» πριν από την ανάληψη υπηρεσίας από τον εργαζόμενο. Πληρουμένων των δύο αυτών προϋποθέσεων, οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νέου νόμου μπορούν να ζητούν από τους εργαζομένους τους να εργαστούν και την έκτη ημέρα της εβδομάδας.
Η μόνη δυνατότητα των εργαζομένων να αρνηθούν απασχόληση την έκτη ημέρα μπορεί να αναζητηθεί στο άρθρο 659 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, «αν παρουσιαστεί ανάγκη για εργασία πέρα από τη συμφωνημένη ή τη συνηθισμένη, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη». Δηλαδή, πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο εργαζόμενος μπορεί να αρνηθεί την εργασία κατά την 6η ημέρα, λόγω σωματικής αδυναμίας εξαιτίας ασθένειας, καθώς η άρνησή του δεν είναι αντίθετη στην καλή πίστη -δεν γίνεται δηλαδή λόγω ιδιοτροπίας ή φυγοπονίας.
Για ομηρεία των εργαζομένων κάνει λόγο ο γραμματέας τύπου της ΓΣΕΕ, Δημήτρης Καραγεωργόπουλος, τονίζοντας: «Η 6η ημέρα εργασίας είναι αυτοτελές κατ’ αρχάς ζήτημα, για το οποίο έγκαιρα είχαμε ενημερώσει το υπουργείο Εργασίας για τις παραβατικές συμπεριφορές που βρίσκουν έδαφος επιβολής. Ο εργαζόμενος πολύ δύσκολα θα αρνηθεί, ενώ η δήλωση του εργοδότη για την κατ’ εξαίρεση απασχόληση επαναλαμβάνεται σχεδόν όλα τα σαββατοκύριακα του μήνα. Λογιστές και δικηγόροι ήδη προτρέπουν επιχειρήσεις να τροποποιήσουν τα καταστατικά τους και να προβλέψουν δραστηριότητες και ΚΑΔ συμβατούς με τη δήλωση εξαήμερης απασχόλησης. Από τη σωρεία καταγγελιών και ερωτημάτων που έχουμε στη διάθεσή μας απ’ όλη την επικράτεια, προκύπτει ότι οι εργαζόμενοι είναι όμηροι από τη μια πλευρά στην εφαρμογή των ευελιξιών στους όρους εργασίας που έχουν επιβληθεί με αυξημένο κίνδυνο στην υγεία και την ασφάλειά τους, από την άλλη στην προσαρμογή των ψηφιακών εφαρμογών στη δήλωση των ευελιξιών αυτών, με την ανήκουστη αναβάθμισή τους σε κανόνες δικαίου, που καθορίζουν το περιεχόμενο και συμπαρασύρουν την εφαρμογή της νομοθεσίας».