Το ιστορικό θεατρικό έργο «Το τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη, ενός εκ των σημαντικότερων Ελλήνων δραματουργών της μεταπολεμικής περιόδου, περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ρήγα και παρουσιάζεται στην Θεσσαλονίκη την Παρασκευή 5 και το Σάββατο 6 Ιουλίου στο Θέατρο Κήπου στις 21:00 το βράδυ.
Συνέντευξη του κορυφαίου σκηνοθέτη, ηθοποιού και σεναριογράφου, Αλέξανδρου Ρήγα στην Ελπίδα Παπαδανιήλ.
«Το Τάβλι», γράφτηκε και παρουσιάστηκε το 1972, εν τω μέσω της δικτατορίας, στο θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και έκτοτε, αποτελεί ένα από τα έργα σταθμός της ελληνικής δραματουργίας. Ένα πρωτοποριακό έργο με βέβηλη σάτιρα και ευφυΐα, που μετρά πολλά ανεβάσματα και μεγάλες επιτυχίες, έχοντας εξαιρετική πλοκή και δαιμονιώδη ρυθμό, αλλά και έντονο, ιδιαίτερο, σαρκαστικό και κυνικό χιούμορ. Είναι μια διεισδυτική ματιά στην ανθρώπινη κωμωδία που κρύβεται στις μικρές τραγωδίες.
Οι πρωταγωνιστές της είναι ο Αλέξανδρος Ρήγας στον ρόλο του Κόλια Παγουρόπουλου και ο Αντώνης Κρόμπας στον ρόλο του Φώντα Καλαφατίδη. Με έντονο το λαϊκό στοιχείο, οι ήρωες του έργου είναι «λαμόγια», που μ’ έναν μαγικό τρόπο, σου προκαλούν συμπάθεια, μέσα σε ένα «λούμπεν» μεταπολεμικό περιβάλλον. Οι πικρές αλήθειες που προβάλλει ο συγγραφέας, γίνονται γλυκά χαμόγελα στα χείλη των θεατών.
«Είναι δυο άνθρωποι που σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν πρότυπα, παρά μόνο αρνητικά και ακριβώς αυτό είναι που θέλω να παρουσιάσω σκηνοθετικά, κάτι που φαντάζομαι ήταν η απόλυτη πρόθεση του Κεχαΐδη» αναφέρει ο κορυφαίος σκηνοθέτης, ηθοποιός και σεναριογράφος, Αλέξανδρος Ρήγας.
Η ρεαλιστική γραφή του συγγραφέα εντοπίζει και αντικατοπτρίζει τον πυρήνα του νεοέλληνα. Την κατάσταση του, τα όνειρά του, την καπατσοσύνη του, αλλά και τον αμοραλισμό του. Την ανήθικη ηθική του, που μπροστά στο χρήμα και στην εκ γενετής, θα ’λεγε κανείς, επιθυμία του να ξεφύγει από τα αδιέξοδα του -οικονομικά, μα και κοινωνικά, είναι πρόθυμος να θυσιάσει τα πάντα, σχέσεις, ανθρώπους, λογική, ηθική και αγάπη. Ακόμα και το τόσο παινεμένο ελληνικό φιλότιμο, γίνεται λευκή σημαία παράδοσης στα ζάρια.
Οι νεοέλληνες ήρωες του Δημήτρη Κεχαΐδη, δεν ξεγελάνε όμως τη ζωή. Εξαπατούν τους εαυτούς τους και κρατάνε στα χέρια τους καθρέφτες, που πάνω τους παίζουν πόρτες, πλακωτό και φεύγα, για να μας δείξουν όχι ποιοι είμαστε, αλλά ποιοι δεν πρέπει να είμαστε.
Ε.Π.: Να πούμε λίγα λόγια για την παράσταση; Ποια ήταν η σκηνοθετική σου προσέγγιση στο έργο;
Α.Ρ.: Η πρόθεσή μου και το αποτέλεσμα σκηνοθετικά στο έργο ακολουθούν μια καθαρή ακαδημαϊκή γραμμή. Δε θέλησα να κάνω καμία παρέμβαση γιατί πραγματικά πιστεύω ότι το «σοφό» με τέτοια έργα είναι να τα αφήσεις να μιλήσουνε από μόνα τους, να μην επέμβεις με αυτό που λέμε σκηνοθετικά τερτίπια. Προσπαθώ λοιπόν, ο ρόλος του σκηνοθέτη να είναι εντελώς αόρατος. Το έργο ακολουθεί μια απλή φόρμα και σαφώς έχω μείνει πιστός και στην εποχή και στον λόγο και στους χαρακτήρες. Δεν είχα καμία πρόθεση να φανώ πάνω από τον συγγραφέα, άλλωστε αυτή είναι και η λογική μου…να μην φανώ. Και όπως λέγανε από παλιά «καλή σκηνοθεσία στο θέατρο είναι αυτή που δεν φαίνεται…». Αυτή λοιπόν είναι η πρόθεσή μου, μια καθαρή, μίνιμαλ σκηνοθεσία που δεν θέλω να φαίνεται αλλά να ρέει το έργο σαν ένα ντοκιμαντερ που παρακολουθώντας το, κλέβουμε «μια φέτα ζωής» από τους δύο ήρωές του.
Ε.Π.: Έχει στοιχεία κωμικά το έργο;
Α.Ρ.: Σε πολύ δεύτερο επίπεδο, φυσικά και έχει.. Ας πούμε, στον τρόπος που αντιμετωπίζεται στο έργο η αφέλεια των ηρώων πάνω στην οποία ο Κεχαΐδης χτίζει πολλά χαμόγελα, χωρίς όμως να γίνεται από πρόθεση. Πολλές από τις πράξεις και τις συμπεριφορές των δύο ηρώων είναι πραγματικά ελεεινές, μηνύσιμες αλλά παρόλα αυτά, ο Κεχαΐδης αντιμετωπίζει τους ήρωές του με πολύ συμπάθεια, ίσως γιατί γνωρίζει ότι τέτοιοι άνθρωποι, που είναι εκατομμύρια γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν με την αποτυχία γραμμένη στο DNA τους. Είναι δηλαδή άνθρωποι που λόγω κοινωνικού, ταξικού περιθωρίου δεν μπορούσαν να καταφέρουν τίποτα στη ζωή τους. Αυτό και μόνο, στην ευρύτερη ομπρέλα της τέχνης, προκαλεί την συμπάθεια, όσο αρνητικοί και να είναι οι ήρωες.
Ε.Π.: Και σκηνοθετείς και παίζεις…..Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση και ποια η δυνατότερη δυσκολία που συνάντησες στο έργο;
Α.Ρ.: Αυτό που ήθελα είναι να «πω το παραμύθι γυμνό», να «αναγκάσω» αυτούς τους ανθρώπους που θα έρθουν με τα παιδιά τους να δουν την παράσταση να μπούνε στο παραμύθι του Κεχαΐδη και εγώ να είμαι ένας σωστός μεταπράτης…. Γιατί ως ηθοποιός μεταπράτης είμαι, μια και παίρνω τον λόγο του συγγραφέα και προσπαθώ με το σώμα και τον δικό μου λόγο να τον μεταφέρω στον θεατή. Και αυτή είναι η σπουδαιότερη πρόκληση για μένα, να μπορώ να είμαι αντάξιος αυτού που υπογράφω. Δυσκολίες ιδιαίτερες δεν αντιμετώπισα. Ίσως γιατί από είκοσι χρονών που διάβαζα αυτά τα κείμενα με κάποιο τρόπο ένιωθα ότι τα κουβαλούσα μέσα μου. Είναι ένα έργο που από χρόνια υπήρχε μέσα στο μυαλό μου και πραγματοποιήθηκε όταν ήταν πλέον ώριμο για να το δουλέψω.
Ε.Π.: “Το τάβλι” γράφτηκε και παρουσιάστηκε το 1972, εν μέσω της δικτατορίας, στο θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και έκτοτε, αποτελεί ένα έργο σταθμό της ελληνικής δραματουργίας που μετρά πολλά ανεβάσματα και μεγάλες επιτυχίες,
Α.Ρ.: Ο τρόπος με τον οποίο ο Κεχαΐδης αντιμετωπίζει τους ήρωές του κάνει το κείμενο να ξεφεύγει από το χαρακτηρισμό παλιό – καινούριο. Σαν συγγραφέας δεν είχε κανενός είδους «φτιαξίδια» στο λόγο του και στον τρόπο που τους αντιμετώπιζε. Και αυτό για μένα τον καθιστά σημαντικό και σε όλα του τα έργα. Ασχολήθηκε με λαϊκούς ήρωες, μέσα σε λαϊκά τοπία χρησιμοποιώντας λόγο καθαρό, αφτιαξίδωτο, όσο και αν έχει τη ζωγραφιά του λαϊκού ήρωα που είναι στα όρια του λούμπεν, όπως είναι ο Φόντας και ο Κόλιας. Οπότε για μένα είναι ένα καθαρό γνήσιο έργο, μια σκληρή ματιά πάνω στα αρνητικά κομμάτια του DNA μας…..
Ε.Π.: Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Αντώνη Κρόμπα;
Α.Ρ.: «Με τον Αντώνη ξεκινήσαμε πριν από πολλά χρόνια σε μια συνεργασία και από τότε δεν χάσαμε τελείως την επαφή μας».
Ε.Π.: Ποια είναι κατά τη γνώμη σου η πιο δυνατή στιγμή στην παράσταση;
Α.Ρ.: Όταν έρχονται αυτοί οι άνθρωποι αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα και λένε πράγματα που θα αποκαλύψουν ίσως και τραγικές αλήθειες, τότε λοιπόν, εντέχνως για να μπορέσουν να συνυπάρξουν τα κρύβουν «κάτω από το χαλάκι»… Αυτή είναι για μένα η πιο δυνατή στιγμή του έργου, όταν αποκαλύπτεται το παρελθόν και των δύο και παρόλα αυτά συνεχίζουν σαν μην έχει συμβεί τίποτα. Αυτό εμένα με σοκάρει όπως ακόμη και σήμερα η υποκρισία, η παραποίηση της αλήθειας και πιστεύω ότι στο συγκεκριμένο έργο ο Κεχαΐδης υπογράφει το σχόλιο της υποκρισίας σε όλο της το μεγαλείο. Και ειλικρινά, σε κάθε παράσταση, με σοκάρει κάθε βράδυ αυτή η σκηνή.
Ε.Π.: Το τάβλι είναι το εθνικό μας παιχνίδι…. Παλιά λέγαμε πάμε για τάβλι και όχι πάμε για καφέ….
Α.Ρ.: «Μιλάμε για μια συνθήκη που ήταν τα πάντα εκτός από το τάβλι… Ήταν όλα τα υπόλοιπα – τα ούζα, οι κουβέντες, η ψυχοθεραπεία, οι καβγάδες και οι διαφωνίες.. Ήταν κατά κάποιο τρόπο μια κοινωνική ψυχοθεραπεία.. Όλο αυτό δυστυχώς άρχισε να χάνεται από τη στιγμή που ξεκινήσαμε να υιοθετούμε δυτικούς αξιακούς κώδικες… Και ειλικρινά, εάν αρχίσεις να το παρατηρείς θα διαπιστώσεις ότι αρχίζει σιγά σιγά να εξαφανίζεται και να παραμένει μόνο σε μικρές πόλεις ακόμη..
Ε.Π.: Τι σχόλια εισπράττετε από τους θεατές μετά την παράσταση;
Α.Ρ.: Θα πω κάτι που ίσως ακούγεται λίγο πραγματιστικό… Συνήθως μετά την παράσταση σε πλησιάζουν άνθρωποι που τους έχει αρέσει αυτό που είδαν. Άρα κάθε βράδυ, δυστυχώς ή ευτυχώς, έχουμε τους ανθρώπους που θα μας πούνε κάποια καλά λόγια. Αλλά πραγματικά δεν ξέρω τι σκέφτονται οι θεατές που δεν έρχονται να μας που ένα γεια, ένα σχόλιο για αυτό που είδαν.. Το μόνο που μπορώ να ελπίζω είναι η πλειοψηφία τουλάχιστον να φεύγει με ένα μυαλό έτοιμο να σκεφτεί κάποια πράγματα ή έστω να περάσει μιάμιση ώρα ευχάριστα και να ψυχαγωγηθεί…
Ευχαριστώ πολύ!
Δυο λόγια για την υπόθεση
Ο Φώντας (Αντώνης Κρόμπας) και ο Κόλιας (Αλέξανδρος Ρήγας) δύο φίλοι και κουνιάδοι, ξυπνάνε από τη μεσημεριανή τους σιέστα και ακολουθούν την ιεροτελεστία τους: καφές, τάβλι πρωταθλητών και αναζήτηση της μπίζνας που θα τους κάνει πλούσιους και σημαντικούς.
Ο Φώντας, άεργος οραματιστής του εύκολου χρήματος, γεννάει κατά κόρον ιδέες έτοιμες προς εξαργύρωση. Ο Κόλιας, λαχειοπώλης με παρελθόν αντιστασιακού -έτσι τουλάχιστον διατείνεται ο ίδιος – αντιστέκεται στις εύκολες ιδέες. Μέχρι ο Φώντας να τον πείσει για τις μεγάλες στιγμές που έρχονται.
Δυο χαρακτήρες αυθεντικοί, λαϊκοί και απόλυτα αναγνωρίσιμοι. Ανέχονται και εκμεταλλεύονται ο ένας τον άλλον.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, οι τόνοι ανεβαίνουν. Φεύγουνε οι κοινωνικοί τύποι και τα στόματα ανοίγουνε και λένε αλήθειες. Αλήθειες που πονάνε και προβληματίζουν. Σύντομα, αλληλο-ανακαλούν και συνεχίζουν «μονιασμένοι» να καταστρώνουν τα σχέδια τους για υπερπόντια ταξίδια και εκμετάλλευση ανθρώπων και αναγκών. Με κοινό παρονομαστή την ψευδαίσθηση, στοχεύουν στο να γίνουν σπουδαίοι άνθρωποι, μα οδεύουν στο να γίνουν τιποτένια τέρατα.αρουσιάζοντας την εκπομπή “Gros Plan”, αλλά και τηλεοπτικά κάτι «ψήνεται…»
Ταυτότητα παράστασης
«Το Τάβλι», του Δημήτρη Κεχαΐδη
Κείμενο : Δημήτρης Κεχαΐδης
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ρήγας
Σκηνικά: Λία Ασβεστά
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Αλέκος Αναστασίου
Ενδυματολογία: Ελένη Μπλέτσα
Μουσική Επιμέλεια: Αλέξανδρος Ρήγας
Φωτογραφίες: Χάρης Γερμανίδης
Graphic Design: GridFox Team
Γιάννης Στιβανάκης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Δημήτρης Τοπαλίδης
Διεύθυνση Παραγωγής: Γιώργος Σαμαρτζής
ΔΙΑΝΟΜΗ
Αλέξανδρος Ρήγας: Κόλιας Παγουρόπουλος
Αντώνης Κρόμπας: Φώντας Καλαφατίδης