«Η αξιόποινη συμπεριφορά της που καταμηνύει ο αστυνομικός αφορά σε χρόνο που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ίδια θύμα», λέει η πλευρά του αστυνομικού
Σε ανακοίνωσή τους οι συνήγοροι υπεράσπισης του αστυνομικού Δημήτρης Γκαβέλας και Βάσω Πανταζή αναφέρουν τα εξής:
«Τις τελευταίες ημέρες πύκνωσαν δημοσιεύματα (ευτυχώς μικρού) μέρους του ηλεκτρονικού τύπου σχετικά με την 19χρονη από την Ηλιούπολη που είχε καταγγείλει τρεις διαφορετικούς ανθρώπους για την πράξη της εμπορίας ανθρώπων και του βιασμού σε βάρος της: του πατέρα της (που αθωώθηκε αμετακλήτως), του πρώην συντρόφου της καθώς και ενός, επίσης, συντρόφου της αστυνομικού (που αθωώθηκε αμετάκλητα για την πράξη του βιασμού και καταδικάστηκε με οριακή πλειοψηφία ψήφων 4 έναντι 3 και κατόπιν απαλλακτικής για όλα τα αδικήματα Εισαγγελικής πρότασης για την πράξη της εμπορίας ανθρώπων).
Η δικάσιμος για την εκδίκαση της έφεσης των δύο, πλέον, κατηγορουμένων είχε προσδιοριστεί για την 19.2.2024. Η υπόθεση δυστυχώς για τους κατηγορουμένους ανεβλήθη χωρίς υπαιτιότητά τους. Η καταγγέλλουσα αιτήθηκε την αναβολή εκδικάσεως της υποθέσεως για λόγους που συνέτρεχαν στο πρόσωπο των συνηγόρων της.
Τις προηγούμενες ημέρες εκδόθηκαν από την πλευρά της (δια των συνηγόρων της) δελτία τύπου, στα οποία η καταγγέλλουσα και οι συνήγοροί της κατηγορούν την Δικαιοσύνη για το γεγονός ότι η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών έπραξε το καθήκον της.
Οι κατηγορούμενοι από την δική τους πλευρά (το ίδιο και οι συνήγοροί τους) ανέμεναν στωικά την δικάσιμο που είχε οριστεί και η φωνή τους ακούγεται μόνον στα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα και ασκούν αποκλειστικώς δικονομικά δικαιώματα.
Ειδικότερα ο εκ των κατηγορουμένων αστυνομικός υπέβαλε μηνυτήρια αναφορά στην Ανάκριση σε βάρος της καταγγέλλουσας για τις αξιόποινες πράξεις της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών αλλά και της άσκησης επαγγέλματος εκδιδόμενης, η οποία εστερείτο των απαιτουμένων εγγράφων και διατυπώσεων. Η μηνυτήρια αυτή αναφορά διαβιβάστηκε από την Ανάκριση στην Εισαγγελία για τα κατά νόμον. Στηριζόταν όχι στα λόγια ή τις διηγήσεις του ιδίου αλλά στο αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας που προέκυψε από την πραγματογνωμοσύνη που συνέταξε η ΔΕΕ στα κατασχεθέντα κινητά τηλέφωνα της καταγγέλλουσας και των κατηγορουμένων.
Η μηνυτήρια αναφορά του αστυνομικού αναφερόταν σε αξιόποινη συμπεριφορά της 19χρονης σε χρόνο που προηγείται και αυτής ακόμη της γνωριμίας τους. Έθετε υπόψιν του αρμοδίου Εισαγγελέως όλα τα δεδομένα της υπόθεσης (ότι δηλαδή η συγκεκριμένη 19χρονη είχε καταγγείλει τον αστυνομικό για συγκεκριμένη συμπεριφορά). ‘Επραξε συνεπώς το καθήκον της η Εισαγγελία που άσκησε ποινική δίωξη και παρέπεμψε την 19χρονη στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου και παρέλκει η οιαδήποτε έρευνα από την ηγεσία του Αρείου Πάγου.
Η αξιόποινη συμπεριφορά της που καταμηνύει ο αστυνομικός αφορά σε χρόνο που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ίδια «θύμα» σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ.
Εμείς, σεβόμενοι εμπράκτως τον Κώδικα Δεοντολογίας των Δικηγόρων, δεν θα επεκταθούμε στην ουσία της υπόθεσης, αν και η παραπληροφόρηση και κακοποίηση της αλήθειας μας προκαλεί να το πράξουμε. Θα απευθυνθούμε, όπως πάντα, στα αρμόδια Δικαιοδοτικά όργανα.
Απαιτούμε η Δικαιοσύνη να παραμείνει ανεπηρέαστη από κατευθυνόμενα δημοσιεύματα και να μην υποκύπτει σε σκοπιμότητες. Εκφράζουμε τον προβληματισμό μας για την προσπάθεια εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης».