Πιερ Καρντέν (1922-2020): Ο θεός της μόδας που «περιφρόνησε» τη γυναίκα

jdshfklsdf

Η συνειδητή εμπορευματοποίηση του brand του και η χρήση του σε βαθμό εκμαυλισμού σε όλων των λογιών και των ειδών τα προϊόντα («αν μου ζητούσαν να φτιάξω χαρτί υγείας, θα το έκανα. Γιατί όχι;», έλεγε ανασηκώνοντας τους ώμους του) ήταν διαχρονικά η μεγαλύτερη κριτική που δεχόταν

Ο Πιερ Καρντέν ονειρευόταν να ντύσει όλους τους ανθρώπους. Εφυγε από τη ζωή έχοντας εκπληρώσει πολλές φορές εκείνο το νεανικό όνειρο που κουβαλούσε στις αποσκευές του από τη μέρα που πέρασε για πρώτη φορά το κατώφλι του οίκου Dior το 1947, στο Παρίσι, μέχρι το απόγειο της δόξας του όταν πια έβλεπε το όνομά του σε catwalks, περιοδικά, ακόμα και στα πιο ευτελή προϊόντα καθημερινής χρήσης.

Αν ψάξει κανείς την επιτομή της φιλοσοφίας του διάσημου σχεδιαστή που πέθανε την προηγούμενη Τρίτη, πλήρης ημερών, σε ηλικία 98 ετών στο Νεϊγί της Γαλλίας, μπορεί να ανατρέξει στην περίφημη φράση-σήμα κατατεθέν του: «Πρώτα σχεδιάζω το ρούχο και μετά βάζω τη γυναίκα μέσα του». Ή μπορεί να φυλλομετρήσει τις περιγραφές που έκαναν εκείνοι που γνώρισαν και έζησαν έναν στον πυρήνα του αναγεννησιακής κοπής άνθρωπο, όπως εκείνη του πάλαι ποτέ μαθητή του Ζαν-Πολ Γκοτιέ: «Από τον Καρντέν έμαθα ότι μπορώ να δημιουργήσω ένα καπέλο χρησιμοποιώντας μια καρέκλα». Ή μπορεί απλώς να ρίξει μια ματιά γύρω του. Ολο και κάποιο ταπεινό καθημερινό είδος θα βρει με τη βαρύτιμη υπογραφή του αείμνηστου σχεδιαστή. Ενα σταχτοδοχείο, μια πετσέτα, ένα στιλό. Η συνειδητή εμπορευματοποίηση του brand του και η χρήση του σε βαθμό εκμαυλισμού σε όλων των λογιών και των ειδών τα προϊόντα («αν μου ζητούσαν να φτιάξω χαρτί υγείας θα το έκανα. Γιατί όχι;», έλεγε ανασηκώνοντας τους ώμους του) ήταν διαχρονικά η μεγαλύτερη κριτική που δεχόταν από τους τιμητές αλλά ακόμα και από τους θιασώτες του. Αυτό που οι άλλοι έβλεπαν ως τέλεια απεικόνιση της αχιλλείου πτέρνας του για εκείνον ήταν απλώς αναπόδραστο εμπορικό δαιμόνιο και κυρίως αποτύπωση της βαθιά ριζωμένης αντίληψής του ότι η μόδα δεν μπορεί και δεν χρειάζεται να είναι κάτι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από λαϊκό κεκτημένο. Οταν μάλιστα στις συνεντεύξεις του επανερχόταν η χιλιοδιατυπωμένη ερώτηση για τη μανία του να βάζει το logo του παντού -μαζί με την υφέρπουσα μομφή πως έτσι υποσκέλιζε το γόητρο του ονόματός του- εκείνος απαντούσε ορθά κοφτά ότι δεν είχε να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Αν πάντως το καλοσκεφτεί κανείς, η ίδια η ζωή του Καρντέν, του ανθρώπου που δήλωνε γεννημένος καλλιτέχνης αλλά ταγμένος μπίζνεσμαν, ήταν από μόνη της μια παρεξήγηση. Αν και γέννημα θρέμμα Ιταλός, μια ζωή όλοι τον νόμιζαν για Γάλλο.

φ4----002_25827-13

Κάποτε στην Ιταλία…

Ο Πιέτρο Κοστάντε Καρντέν γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1922 σε μια κωμόπολη του ιταλικού Βορρά, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Βενετία. Ηταν το ενδέκατο παιδί και ο βενιαμίν της οικογένειας. Οι γονείς του ήταν εύποροι γαιοκτήμονες και οινοπαραγωγοί και η τέλεια ευτυχία της φαμίλιας θα ήταν εξασφαλισμένη εάν η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία δεν εκβίαζε σχεδόν την απόφασή τους να μεταναστεύσουν στη Γαλλία. Από δύο χρονών ο μικρός Πιέτρο έμαθε να ακούει στη γαλλική μετάφραση του ονόματός του Πιερ και γαλουχήθηκε με το όνειρο που είχαν οι γονείς του για εκείνον, να τον καμαρώσουν δηλαδή αρχιτέκτονα. Στα 14 του ξεκίνησε τη μαθητεία του σε ένα ατελιέ ραπτικής στο Σεντ Ετιέν όπου μεγάλωσε, ενώ τρία χρόνια αργότερα μετοίκησε στο Βισί για να δουλέψει ως βοηθός ράφτη. Εκεί σχεδίασε και κατασκεύασε τα πρώτα γυναικεία κοστούμια του. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου κατετάγη εθελοντικά στον Ερυθρό Σταυρό -εμπειρία καθοριστική για τη μετέπειτα ουσιαστική και πολυεπίπεδη φιλανθρωπική δράση του-, ήταν πια αποφασισμένος να συναντήσει το πεπρωμένο του. Το Παρίσι ήταν μονόδρομος. Εργάστηκε στους οίκους Paquin και Schiaparelli (βλ. αντίπαλον δέος της Κοκό Σανέλ) για να εξελιχθεί μέσα σε κάτι λιγότερο από δύο χρόνια σε επικεφαλής σχεδιαστή του Dior, που μόλις είχε εγκατασταθεί στον αριθμό 30 της Αβενί Μοντέν. Προηγουμένως ο οίκος Balenciaga είχε αρνηθεί τη δουλειά στον φέρελπι σχεδιαστή με το χολιγουντιανής κοπής παρουσιαστικό. Κάθε εμπόδιο ήταν για καλό. Εν τω μεταξύ το ταλέντο του είχε ήδη πείσει τον Ζαν Κοκτό, που το 1945 τού ανέθεσε τον σχεδιασμό των κοστουμιών και των μασκών για την ταινία του «La Belle et la Bête». Η δεκαετία του ’50 βρήκε τον πολιτογραφημένο Γάλλο πια 28χρονο σχεδιαστή στο δικό του ατελιέ, στον αριθμό 10 της οδού Richepanse. Τα χρόνια της δημιουργικής κοσμογονίας του μόλις ξεκινούσαν.

φ8---079_IMG1100278842

Bubble dress

Μπορεί να ακούγεται εγωμανές ή υπέρμετρα αυτοαναφορικό, όμως ο Καρντέν εξαρχής γνώριζε το χάρισμά του και είχε σχεδόν παρεξηγήσιμη πίστη στο ταλέντο του. Για χρόνια πειραματίστηκε με την κατασκευή θεατρικών κοστουμιών και ρούχων εξόφθαλμα μοντέρνων και προωθημένων για την εποχή. Eνας άλλος κόσμος ξημέρωνε μετά τον Πόλεμο και ο φιλόδοξος σχεδιαστής είχε αποφασίσει να τον ορίσει. Το 1954 παρουσίασε ίσως την πιο εμβληματική δημιουργία της καριέρας του, το θρυλικό bubble dress. Η παράξενη, φουτουριστική φόρμα του το ανέδειξε στο υπ’ αριθμόν ένα ποθητό αντικείμενο της εποχής. Ο Καρντέν είχε πετύχει το απόλυτο. Δεν χρειαζόταν οι δημιουργίες του να προσαρμοστούν στο γυναικείο σώμα, αλλά οι γυναίκες να χωρέσουν στο καλούπι που είχε οραματιστεί και υλοποιήσει εκείνος γι’ αυτές. Στα 32 του χρόνια ο Ιταλός που κανείς δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει ότι δούλευε περισσότερο ως γλύπτης παρά ως τυπικός σχεδιαστής είχε καθιερωθεί. Και το καλύτερο απ’ όλα; Το ήξερε. «Ημουν εξωφρενικά όμορφος, νέος και ταλαντούχος. Και εκείνη ήταν μια κυρία μιας κάποιας ηλικίας», έλεγε στα στερνά του για τη φημολογούμενη αντιπαλότητά του με την Κοκό Σανέλ όταν εκείνος ανέτελλε κι εκείνη έδυε.

Η φιλαρέσκειά του έγινε και ο λόγος να δημιουργήσει την πρώτη του ανδρική σειρά ρούχων το 1958. Ηθελε να είναι κομψός και δεν καταδεχόταν η μόδα για τους άνδρες να είναι αποκλειστικό προνόμιο των Αγγλων ή των Ιταλών. Εγινε ακόμα πιο εικονοκλαστικός όταν την επόμενη χρονιά λάνσαρε την πρώτη του γυναικεία prêt-à-porter σειρά για την αλυσίδα καταστημάτων Printemps. Το σκάνδαλο ήταν τέτοιο ώστε η πανίσχυρη τότε Chambre Syndicale (βλ. ομοσπονδία των Γάλλων σχεδιαστών) τον διέγραψε από τις τάξεις της. Εκείνος απλώς απάντησε ότι δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να σχεδιάζει αποκλειστικά για τους διάσημους, τους πλούσιους, τους λίγους. Ηθελε τα ρούχα του να φοριούνται από κανονικούς ανθρώπους στον αληθινό κόσμο, στη δουλειά και στον δρόμο. Και όσο περισσότερο τα φορούσαν τόσο η φήμη του αύξανε γεωμετρικά, αφού ο Καρντέν είχε το «θράσος» να γίνει ο πρώτος σχεδιαστής που αποτύπωσε το logo στις δημιουργίες του. Ομως πια κανείς δεν μπορούσε να σταθεί ανάχωμα ούτε στο χάρισμα ούτε στο όραμά του. Τρία χρόνια μετά τον πομπώδη εξοστρακισμό του, η ομοσπονδία των σχεδιαστών τον καλωσόριζε ξανά στις τάξεις της. Κυρίως η μεσαία τάξη τον είχε βάλει πια στην ντουλάπα της.

φ6---000_1995YU

Πρωτοπόρος

Αν υπήρξε περίοδος ταυτισμένη με τον κολοφώνα της δημιουργίας του σχεδιαστή, αυτή ήταν τα 60s. Ο Καρντέν, που για ακόμα μία φορά είχε καινοτομήσει, εξάγοντας πρώτος τη γαλλική μόδα μέχρι τις αγορές της Απω Ανατολής, γοητεύτηκε από την αναμέτρηση του ανθρώπου με το άγνωστο του Διαστήματος και παρουσίασε μερικές από τις πλέον εμβληματικές δημιουργίες του. Τα γεωμετρικά σχήματα αλλά και οι ασυμμετρίες, οι στερεοτυπικά αταίριαστοι συνδυασμοί χρωμάτων και μηκών, τα απόκοσμα σχέδιά του εμπνευσμένα από το αμερικανικό και το ρωσικό διαστημικό πρόγραμμα κατέβηκαν από τις πασαρέλες και έντυσαν τις πιο κομψές γυναίκες της εποχής, τη Μία Φάροου, τη Λορίν Μπακόλ, τις πρώτες κυρίας της Γαλλίας Κλοντ Πομπιντού, Αν Ζισκάρ Ντ’Εστέν και αργότερα την Μπερναντέτ Σιράκ, τη για τέσσερα χρόνια σύντροφό του Ζαν Μορό, τη μούσα του Χιρόκο Ματσουμότο, ή αλλιώς την πρώτη Γιαπωνέζα που περπάτησε σε πασαρέλα γαλλικού οίκου και λέγεται πως εγκατέλειψε την πατρίδα της από έρωτα για τον σχεδιαστή. Αλλά και οι άνδρες λάτρεψαν τις προωθημένες, αποδομημένες γραμμές που πρότεινε, όπως στο περίφημο nehru jacket, που ο Καρντέν εμπνεύστηκε και ονόμασε από τον πρώτο πρωθυπουργό της ανεξάρτητης Ινδίας Παντίτ Νεχρού και το οποίο υιοθέτησαν υποδειγματικά οι Beatles.

Ενδεικτική της διείσδυσης που είχε η φιλοσοφία του Καρντέν αλλά και του εμπορικού αντικρίσματός της είναι η ανάθεση που έλαβε από τον Αριστοτέλη Ωνάση, το 1969, για να σχεδιάσει τις στολές των αεροσυνοδών της τότε Ολυμπιακής Αεροπορίας. Ενα χρόνο αργότερα, ο φουτουριστής μαέστρο φωτογραφιζόταν στις εγκαταστάσεις της NASA φορώντας με δέος και περηφάνια τη στολή του Νιλ Αρμστρονγκ, του πρώτου ανθρώπου που πάτησε στη Σελήνη. Το 1974 έγινε ο πρώτος σχεδιαστής μόδας στην Ιστορία που φιλοξενήθηκε στο εξώφυλλο του αμερικανικού περιοδικού «Time», ποζάροντας ημίγυμνος υπό τον τίτλο «Αυτοί που σχεδιάζουν τους Ευρωπαίους». Οι Αμερικανοί είχαν δίκιο. Ο Καρντέν μπορεί να συστηνόταν ως σχεδιαστής μόδας, αλλά ήταν πολλά περισσότερα από αυτό. Ενας άνθρωπος που προσέγγισε ολιστικά τη μόδα όχι σαν πολυτέλεια, αλλά ως ανάγκη. Και φυσικά ένας επιχειρηματίας που ήθελε να ζει και να αναπνέει στη δική του αυτοκρατορία, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ένα θέατρο, ένα πολυτελές ξενοδοχείο, αλλά και το Μουσείο Παρελθόντος, Παρόντος και Μέλλοντος στο Παρίσι, το ιστορικό εστιατόριο «Maxim’s», τα απομεινάρια του πύργου του Μαρκήσιου ντε Σαντ στο Λακόστ της Γαλλίας, ακόμα κι ένα παλάτσο στη Βενετία, το οποίο ο ίδιος υποστήριζε ότι ανήκε κάποτε στον Καζανόβα αλλά δεν επαληθεύεται ιστορικά. Ο ίδιος κοστολογούσε την αξία του επιχειρηματικού ομίλου του στο ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Προσπαθούσε μάλιστα να απαλλαγεί από το δημιούργημά του ήδη από τη δεκαετία του ’80, όμως είχε ορκιστεί ότι δεν θα διαπραγματευόταν την τιμή πώλησης. «Μπορώ να πεθάνω χωρίς να πουλήσω», έλεγε. Και εντέλει κράτησε τον όρκο του.

φ2--002_4449-5

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο στρατηγείο του, στη rue du Faubourg Saint-Honoré. Αφοσιωμένος από το 2004 και μετά στη φιλανθρωπία, στις καλλιτεχνικές χορηγίες και στην τέχνη -σκηνοθέτησε μάλιστα παράσταση για το Εθνικό Θέατρο της Κίνας στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008- ο Καρντέν αισθανόταν πλήρης με τον εαυτό του και περήφανος για τα έργα και τις ημέρες του. Επέμενε όμως να πιστεύει βαθιά πως στη δεύτερη πατρίδα του, τη Γαλλία, υποτιμήθηκε, ίσως και παραγνωρίστηκε εξαιτίας της υπερεκμετάλλευσης του brand του – τη φίρμα Pierre Cardin χρησιμοποιούν νόμιμα περισσότερα από 900 προϊόντα. Αντιθέτως, θεωρούσε ότι η αγορά της Ασίας, ειδικά η κινεζική, εκτίμησε και κατάλαβε το εύρος και το μέγεθος της δημιουργίας του. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν απέκτησε απογόνους, ενώ εκτός από αυτή με τη Ζαν Μορό η πιο γνωστή και η πιο μακροχρόνια σχέση του ήταν εκείνη με τον εξ απορρήτων συνεργάτη του και σχεδιαστή μόδας Αντρέ Ολιβέ, που πέθανε το 1993. Στην πραγματικότητα κανένας σύντροφος, οποιουδήποτε φύλου, και καμία σχέση δεν μπορούσε να υπερβεί την παντρειά του Πιερ Καρντέν με τη δημιουργία και κυρίως με την πρωτοπορία. Οσο για το μεγαλύτερό του επίτευγμα; Εφυγε από τη ζωή μη επιτρέποντας στους άλλους να ορίσουν τη ζωή του. Ηταν αρκετά ευφυής για να έχει και τον πρώτο αλλά και τον τελευταίο λόγο.

φ5
φ7---000_ARP1844874
Πηγή: protothema.gr