Μεγαλώνουν και οι μεγάλοι; Ο δικός μας μεγάλος Μίκης Θεοδωράκης μεγάλωσε κατά ένα χρόνο.
Η πνευματική δημιουργία, που υπήρξε “πηγή ψυχικής ευδαιμονίας” και “λόγος ύπαρξης”, όπως ο ίδιος έχει εξομολογηθεί, γιορτάζει κι εκείνη μαζί του, αφού ο ήχος, η μελωδία, η μουσική αποτελούν τη “βασική ύλη” στη ζωή του μουσικοσυνθέτη. Οπως “βασική ύλη” της ζωής του και της σπουδαίας μουσικής δημιουργίας του υπήρξαν οι αγώνες και τα οράματα του λαού μας. Αυτές οι δύο πλευρές του επηρέασαν και άλλους, νεότερους δημιουργούς του ελληνικού προοδευτικού τραγουδιού, το οποίο πάντα με πρώτη τη δική μουσική θα αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές του λαού μας, αλλά και των ανθρώπων όπου γης, που έχουν έφεση στο αληθινά καλό και το ωραίο.
Και οπως έγραφε ο Γιώργος Κακουλίδης. Στις συναυλίες του χαιρόμαστε. Δεν υπάρχει ίχνος αγωνίας ή λύπης γιατί, πριν εμφανιστεί, ο Μίκης έχει λειτουργήσει μόνος του την ακολουθία των ωρών και έχει καταφέρει «την μετάστασιν από των λυπηροτέρων επί τα χρηστότερα και θυμηδέστερα και ανάπαυσιν και χαρά».
Νοσταλγία. Αυτή η επικατάρατη νόσος που χτυπάει κυρίως τους Ελληνες πλησιάζει και το έργο του Μίκη . Προσπαθεί να του αφαιρέσει το παρόν, να πάψει να είναι βαθιά σύγχρονο, να πέσει στα όρια της Ιστορίας. Ανθρωποι που αποθεώνουν την ντουλάπα της Ιστορίας συρταροποιώντας το καθετί προσπαθούν, μέσα στην πληκτική δημοκρατία μας, να αποδείξουν πως είμαστε ιστορικά καταδικασμένοι.
Η σιωπή είναι η πατρίδα του Μίκη . Οποτε ταξιδεύει έξω από αυτήν το κάνει για παιδαγωγικούς λόγους. Οσοι τον πλησιάζουν ρωτάνε πράγματα που αφορούν κυρίως τη δική τους ζωή. Οσο κι αν ακούγεται παράξενο, είναι από τους πιο σιωπηλούς που βρίσκονται ανάμεσά μας.
Μαύρη αλήθεια. Ο Γιώργος Σεφέρης δε συγχώρεσε στον Μίκη ότι τον έβγαλε από τη μισανθρωπία του. Δεν του συγχώρεσε ότι έδεσε τη μοίρα του με τον κόσμο, γιατί καλή η αλληλογραφία με τον Ελιοτ, αλλά τα τραγούδια του Μίκη τού έδωσαν σχήμα. Η δόση πραγματικότητας που δέχθηκε ο ποιητής, αντί να του ανοίξει το δρόμο για τον παράδεισο, δυστυχώς τον τελειοποίησε ως Αγγλοσάξονα
Ο Μίκης δεν χρειάστηκε τη μεσολάβηση του Θεού για να συγχωρέσει τους βασανιστές του. Οσο για τους αντιπάλους του, αφού έχει την ατυχία να μην μπορεί να τους διαλέξει ο ίδιος, στράφηκε σε αυτούς διαλέγοντας μέσα από το Ασμα 17 της Κόλασης του Δάντη: «Στο αεράκι το γλυκό, χαρούμενο από τον ήλιο, περίλυποι εμείς βράζαμε μέσ’ από τις κακίες. Τώρα ο μαύρος βούρκος μάς μελαγχολεί».
Ο Μίκης γύρισε νωρίς την πλάτη του στη νοσταλγία. Ενιωσε ότι ο Νεοέλληνας θα βουλιάξει μέσα σε αυτή την καλοσχηματισμένη ακηδία, που δεν θ’ αργήσει να γίνει τσουνάμι. Η ακηδία είναι εύκολη σαν την πρέζα. Ο άνθρωπος που πέφτει μέσα της γελοιοποιείται, όσο κι αν ο ίδιος αισθάνεται σημαντικός ή τουλάχιστον φιλόσοφος. Η νοσταλγία είναι ο θάνατος του παρόντος, μια μετακίνηση σ’ έναν παραλογισμό, σ’ ένα άδειο βλέμμα.
Κάθε συναυλία είναι μια ευχαριστιακή πράξη και κλείνει με το γέλιο του Μίκη . Γέλιο θριάμβου χωρίς συγκεκριμένο λόγο, γέλιο γι’ αυτούς που αγάπησαν και αγαπούν, γέλιο πηγαίο, αναστάσιμο, γέλιο για τα μικρά και τα μεγάλα σφάλματα, γέλιο που μας λύνει, γέλιο που φωτίζει την προχωρημένη νύχτα μας, γέλιο που προσκυνώ και θα προσκυνώ, γέλιο για να συναντήσω την αγαπημένη μου.
Σε ποιον ανήκει ο Μίκης; Λόγω της δύναμης του προσώπου του, κάθε Ελληνας έχει τον δικό του Μίκη. Κι εδώ, χωρίς να καταλάβουμε, άρχισε – άγνωστο πότε – ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε από όλο τον κόσμο. Αυτό έχει την πυκνότητα των διηγήσεων μέσα από τις χίλιες και μία νύχτες. Ο Μίκης γράφεται από τις υπάρχουσες γενιές και ανήκει στις γενιές που έρχονται.