Εάν δεν καταλάβουμε τους καιρούς, δεν θα πορευτούμε σωστά.
Από χθες όλοι επιχειρούν να ερνημεύσουν το φαινόμενο Κασσελάκη. Τι ήταν αυτό που έκανε τον νέο και άπειρο στην πολιτική να εισβάλει σαν σίφουνας και εν μια νυκτι να καταλάβει τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και με άνεση να αρπάξει το τιμόνι του κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστερά;
Τι ήταν αυτό που ώθησε δεκάδες χιλιάδες μέλη του ΣΥΡΙΖΑ να στραφούν με πάθος σε ένα νέο που μιλούσε μια άλλη γλώσσα που πολλοί θεωρούν απολίτικη;
Η μία εξήγηση η εύκολη και βολική, είναι ότι η πλειοψηφία των μελών του κόμματος είναι λούμπεν.
Ακούστηκε κατά κόρον από αναλυτές που όλα τα τσουβαλιάζουν, ξεχνώντας ότι αυτό εμπεριέχει το σπέρμα της ακροδεξιάς κριτικής.
Όπως κάνουν πολλοί που όταν αδυνατούν να ερμηνεύσουν ένα φαινόμενο το βαφτίζουν λαϊκίστικο και ξεμπερδεύουν.
Η δεύτερη εξήγηση έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Οι χιλιάδες οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ στράφηκαν στο καινούργιο. Στο διαφορετικό, στο νέο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι αγάπησαν ξαφνικά τον άγνωστο που μεγάλωσε στην Αμερική και δούλεψε στην Goldman Sachs, αλλά ότι καταδίκασαν το παλιό. Και τι ήταν αυτό στον ΣΥΡΙΖΑ; Η κομματική νομενκλατούρα, η συμπεριφορά μιας κομματικής ελίτ που νόμιζε ότι κατείχε την απόλυτη αλήθεια αλλά ήταν τελικά αποκομμένη από την κοινωνία. Τι ήθελαν λοιπόν οι χιλιάδες ψηφοφόροι του Κασσελάκη;
Μια ρήξη με το παλιό και ταυτόχρονα μια νέα πρόταση για τη δημιουργία ενός ισχυρού πόλου απέναντι στην μονοκρατορία Μητσοτάκη.
Ζούμε στην εποχή των νέων ιδεών. Οι παλιές φθείρονται, σβήνουν και παύουν να είναι ελκυστικές. Η Αριστερά, η σοσιαλδημοκρατία της εποχής μας, δεν μπορεί να εκφραστεί με φθαρμένες λέξεις και έννοιες. Και δεν μπορεί επίσης να εκφραστεί με περιχαρακώσεις που σφύζουν από ιδιοτέλεια.
Δεν ξέρω, δεν είμαι μάντης για να προσδιορίσω της επόμενη ημέρα του Κασσελάκη, αλλά αυτό για το οποίο είμαι βέβαιος είναι ότι όσοι υποτιμήσουν το φαινόμενο θα είναι αποκομμένοι από την εποχή τους.