Σε δύο «ομάδες» χωρισμένη η Ευρώπη – Ποιοι εταίροι είναι υπέρ και ποιοι κατά της επιβολής κυρώσεων – Τι αναφέρει ο γερμανικός Τύπος
Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χάικο Μάας, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο κυρώσεων κατά της Τουρκίας, ωστόσο η Ευρώπη εμφανίζεται -για πολλοστή φορά- διασπασμένη ως προς την τακτική της απέναντι στον ανατολικό της γείτονα, ο οποίος προκαλεί και αμφισβητεί τα θαλάσσια σύνορά της και τα συμφέροντά της τόσο στα ελληνικά ύδατα, όσο και στα κυπριακά.
Οι «27» της Ευρώπης έχουν χωριστεί σε δύο «στρατόπεδα». Υπέρ των κυρώσεων είναι οι Γαλλία, Αυστρία, Λουξεμβούργο, Σλοβενία, Ολλανδία, Βαλτικές χώρες, Βέλγιο, Ιρλανδία και Δανία και φυσικά η Ελλάδα και η Κύπρος.
Κατά των σκληρών κυρώσεων τάσσονται Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Μάλτα, Ουγγαρία και Πολωνία.
Ποιες κυρώσεις συζητούν οι Ευρωπαίοι
Ποιες είναι, όμως, οι κυρώσεις για τις οποίες συζητούν οι Ευρωπαίοι; Αναφορικά με το Oruc Reis, στο τραπέζι έχουν πέσει προτάσεις για κυρώσεις ανάλογες με εκείνες που αφορούν την τουρκική δραστηριότητα στην κυπριακή ΑΟΖ. Η Αθήνα ζητεί κυρώσεις και σε τουρκικές εταιρείες, όμως στο σημείο αυτό βρίσκει γερμανική αντίσταση, λόγω των συμφερόντων.
Η Ελλάδα επιμένει επίσης, στο κείμενο συμπερασμάτων να δοθεί εντολή στον Ζοσέπ Μπορέλ, προκειμένου να παρουσιάσει μία δέσμη μέτρων, ανάμεσα στα οποία βρίσκόνται και το εμπάργκο όπλων κατά της Τουρκίας, η διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και το κλείσιμο της κάνουλας χρηματοδότησης τουρκικών εταιρειών από την ΕΕ.
Τι «λέει» ο γερμανικός Τύπος
«Ο Ερντογάν δείχνει να μην εντυπωσιάζεται από τις απειλές περί κυρώσεων» είναι ο τίτλος ανάλυσης στην εφημερίδα Tagesspiegel, η οποία ωστόσο επισημαίνει ότι «η εκτίμηση αυτή μπορεί να αποδειχθεί λανθασμένη». Η αρθρογράφος αναφέρει ότι «οι προετοιμασίες για την επικείμενη σύνοδο κορυφής δείχνουν πόσο έχει απομονωθεί πλέον η Τουρκία στη Δύση. Τον Οκτώβριο η γερμανική προεδρία επέβαλε αναστολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας.
Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ήθελε να διευθετήσει μέσω διαπραγματεύσεων την αντιπαράθεση για τα κοιτάσματα φυσικού αερίου. Όμως το γερμανικό εγχείρημα απέτυχε. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ δηλώνει πλέον ότι πρέπει να τελειώσει το ‘παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι’ μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας. Ελλάδα και Κύπρος απαιτούν οικονομικές κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας, οι οποίες, σύμφωνα με δημοσιεύματα, θα πλήξουν την τουριστική βιομηχανία, μία από τις πιο σημαντικές πηγές συναλλάγματος της χώρας.
Πιθανές θεωρούνται επίσης κυρώσεις στον ενεργειακό και τραπεζικό τομέα, καθώς και στον κλάδο των μεταφορών. Για την ήδη κλονισμένη τουρκική οικονομία, η επιβολή σκληρών κυρώσεων από την ΕΕ θα ήταν καταστροφική».
Τελικά, ποια τακτική πρέπει να ακολουθήσει η Δύση απέναντι στην Άγκυρα; Τη δική του εκτίμηση εκφράζει στο περιοδικό Focus o Έλμαρ Μπροκ, επί σειρά ετών πρόεδρος στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και παλαιότερα συνεργάτης του Χέλμουτ Κολ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Μεταξύ άλλων ο Έλμαρ Μπροκ λέει ότι «είναι προς το συμφέρον της Γερμανίας και της Ευρώπης να μην ‘κατρακυλήσει’ σε άλλο γεωπολιτικό στρατόπεδο η Τουρκία, μεγάλο μέρος της οποίας δεν είναι ισλαμιστική χώρα. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για την ασφάλεια της περιοχής. Η πρόσδεση στο ΝΑΤΟ λειτουργεί κατευναστικά τόσο στην εσωτερική πολιτική, όσο και στο Αιγαίο». Τί γίνεται όμως επί του πρακτέου στην Ανατολική Μεσόγειο; Ο Έλμαρ Μπροκ εκτιμά ότι τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου «δεν μπορεί κανείς να τα εκμεταλλευτεί, εάν δεν ομονοήσουν οι όμορες χώρες. Έλληνες και Κύπριοι πρέπει να έχουν τη βεβαιότητα, ότι σε περίπτωση σύγκρουσης η ΕΕ θα είναι μαζί τους.
Πριν όμως διαμεσολαβήσουν οι ΗΠΑ, οι Ρώσοι ή οι Κινέζοι, θα πρέπει η ίδια η ΕΕ να αναλάβει πρωτοβουλία. Γι αυτό ήταν έξυπνη επιλογή να μην επιβάλει ακόμη κυρώσεις για τις γεωτρήσεις της Τουρκίας που αντιβαίνουν στο διεθνές δίκαιο. Όταν διαπραγματεύονται ακόμη και το Ισραήλ με τον Λίβανο για το φυσικό αέριο, δεν μπορεί να μην καταφέρει η ΕΕ να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την Ελλάδα και την Κύπρο, που είναι μέλη της, μαζί με την Τουρκία, μέλος της τελωνειακής ένωσης και του ΝΑΤΟ. Μέρος των εσόδων θα πρέπει να αποδοθεί στους Τουρκοκύπριους, κάτι που θα συνέβαλε και στην επανένωση της νήσου».